Μια φορά και έναν καιρό, πριν κάμποσα χρόνια, γεννήθηκε ένα
κοριτσάκι.
Το κοριτσάκι αυτό, όπως όλα τα άλλα κοριτσάκια του κόσμου,
είχε μία οικογένεια – μητέρα, πατέρα, δύο αδέρφια.
Το κοριτσάκι ήταν μικρό και ήσυχο. Από μικρή την κορόιδευαν
στο σχολείο, οπότε ήθελε να το αγαπούν
κάποιοι. Εγωιστικό; Μάλλον όχι. Όλοι χρειαζόμαστε αγάπη.
Το κοριτσάκι έψαχνε την αγάπη. Η μητέρα του και τα αδέρφια
του του έδιναν. Μα ο πατέρας;
Εκείνος είχε χτίσει μπροστά του έναν απόρθητο τοίχο τον
οποίο το κοριτσάκι δε μπορούσε να σκαρφαλώσει.
Πέρασαν κάποια χρόνια και το κοριτσάκι πήγε στο Δημοτικό. Σκέφτηκε
να σπάσει τον τοίχο του πατέρα της.
Προσπάθησε να είναι καλή στα μαθήματά της. Ιδιαίτερα στα
μαθηματικά που άρεσαν στον πατέρα της. Έπαιρνε επαίνους στο σχολείο για τις εκθέσεις
της και οι συμμαθητές της την κορόιδευαν. Μα εκείνη ήθελε να σπάσει τον τοίχο. Μέχρι
και που συμμετείχε σε εκδηλώσεις ζωγραφικής στη δουλειά του, για να τον κάνει
χαρούμενο. Να τον κάνει να την αγαπήσει.
Πέρασαν κάποια χρόνια ακόμη και το κοριτσάκι πήγε Γυμνάσιο. Στη
2η τάξη του Γυμνασίου τα βρήκε λίγο σκούρα και δεν έφερε βαθμό που
να ικανοποιήσει τον πατέρα της στο σπίτι. Της φώναξε. Πολύ. Της μίλησε άσχημα. Πολύ.
Το κοριτσάκι για το υπόλοιπο Γυμνάσιο κλείστηκε πάνω από το
γραφείο. Την λέγανε φυτό. Μα δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να τον κάνει να την
αγαπήσει.
Το κοριτσάκι πήγε Λύκειο και πλέον ήταν κορίτσι, όχι
κοριτσάκι. Διάβαζε τόσο πολύ που καθηγητές πήγαιναν στον πατέρα της και του
έλεγαν καλά πράγματα για εκείνη. Ποτέ της δεν άκουσε ένα μπράβο. Ποτέ.
Το κορίτσι είχε ένα στόχο, ένα πανεπιστήμιο στο οποίο ήθελε
να περάσει. Διάβαζε και διάβαζε και διάβαζε. Έβγαλε πολύ καλό βαθμό. Και ο
πατέρας της της είπε πως μπορούσε παραπάνω. Όταν μάλιστα δε δήλωσε τη σχολή που
ήθελε εκείνος, σταμάτησε να της μιλάει.
Η νέα κοπέλα πήγε στη Θεσσαλονίκη. Είναι από τις καλές
μαθήτριες του έτους της και οι καθηγητές λογοτεχνίας την λατρεύουν. Έχει πάρει έπαινο
από την Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά για το τετρασέλιδο μυθιστόρημά της.
Σταμάτησε πλέον να προσπαθεί να πάρει την αγάπη του πατέρα της.
Απλά ζει μαζί του κάποιους μήνες του χρόνου.
Αυτή η κοπέλα είμαι εγώ.
Και δε μπορώ να ανέχομαι τις ειρωνείες σου επειδή απλώς έχω
διαφορετική πολιτική άποψη και θεωρώ ανίκανη τη Νέα Δημοκρατία που σε έχει
καλοβολέψει, «πατέρα».
Γιατί δεν έχω βιβλία στη σχολή μου. Ή καθηγητές. Ή καθαριστές.
Ή θέρμανση. Και άμα γουστάρω ΔΕ θα ψηφίζω αυτό που θες εσύ.
Το να γυρνάς και να μου απαντάς με ασέβεια και με υφάκι και
μετά να μου φωνάζεις από πάνω όταν απλώς ζητάω ΣΕΒΑΣΜΟ, είναι απαράδεκτο.
Είμαι χαμένη και δεν έχω ιδέα τι να κάνω. Μία ζωή
προσπαθούσα, προσπαθούσα, προσπαθούσα ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ. Προσπαθούσα και προσπαθούσα σα
το μαλάκα να ακούσω ένα μπράβο, να δω ένα χαμόγελο αναγνώρισης. Ένα κάτι.
Με κάνεις να νιώθω το χειρότερο σκουπίδι του κόσμο μόνιμα και
δεν δείχνεις κανένα σεβασμό στις απόψεις μου. Δε δείχνεις σεβασμό σε ΕΜΕΝΑ σαν
ανθρώπινο ον.
Είσαι απαράδεκτος.
Και μετά σου λένε, Χριστούγεννα. Μέρες γιορτινές. Μέρες αγάπης.
Κυρίως αγάπης.