Τα χρώματα έχουν φύγει. Δεν υπάρχουν πια. Μόνο γκρι, μαύρο, άσπρο. Οι αποχρώσεις του γκρι ποικίλουν αναλόγως με το χρώμα που αντικαθιστούσαν παλιά. Το μπροντό έχει γίνει ένα γκρι πολύ σκοτεινό, σχεδόν μαύρο, αλλά όχι ακριβώς μαύρο, ενώ το απαλό παιδικό γαλάζιο του ουρανού έχει γίνει ένα ανοιχτόχρωμο γκρι, που θυμίζει τα σύννεφα που έχουν μόνο λίγο νερό μέσα τους. Το άσπρο έμεινε άσπρο και το μαύρο μαύρο. Τουλάχιστον αυτό είναι κάτι που έμεινε σταθερό.
Δεν καταλαβαίνει πού πήγαν τα χρώματα. Δεν καταλαβαίνει ποιος τα πήρε. Δεν μπορεί να δει όμως τίποτα πέρα από αυτά τα τρία μονότονα, ανιαρά χρώματα.
Η ζωή, όπως και τα χρώματα, έχει επίσης εξαφανιστεί. Σχολείο, διάβασμα, φροντιστήριο, διάβασμα, διάβασμα, φαγητό, ύπνος, διάβασμα, σχολείο και ούτω κάθε εξής. Οι ήχοι σταμάτησαν επίσης να έχουν αυτή την ξεχωριστή μαγεία που είχαν, τα τραγούδια που με τόσο αγάπη άκουγε έχουν χάσει πια το νόημά τους, οι στίχοι μπερδεύονται μέσα στο μυαλό της και έχουν πάψει να σημαίνουν αυτό το κάτι ιδιαίτερο, αυτό το κάτι που καθιστούσε το εκάστοτε τραγούδι ξεχωριστό.
Μα αυτό που την τρομάζει πιο πολύ είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Δε μπορεί πια να φανταστεί. Δε μπορεί να εκφραστεί. Για εκείνη, ο φανταστικός της κόσμος ήταν τα πάντα. Μικρή κλείνονταν στη ντουλάπα και μίλαγε με το φανταστικό της φίλο για τη μέρα της. Ζωγράφιζε, μέχρι να χαθούν τα χρώματα και κάθε ζωγραφιά είχε τη δική της ξεχωριστή ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Υπήρχε χρώμα στη φαντασία της, ήταν ένα μέρος γεμάτο με αυτά που αγαπούσε, τη μουσική της, τα φανταστικά πλάσματα που παίρνουν σχήμα με ένα μολύβι και χρώμα με μια ξυλομπογιά και όλες μα όλες αυτές τις φανταστικές ιστορίες της ίσως εναλλακτικής πραγματικότητας, τις ιστορίες που άλλοι θα νόμιζαν ονειροπόλημα. Δεν κρύβονταν επίτηδες σε εκείνο τον κόσμο. Δεν προσπαθούσε πάντα να αποφύγει τη στυγνή πραγματικότητα. Απλά ήταν ο χαρακτήρας της ονειροπόλος.
Αλλά έφυγε και αυτό. Ήταν σα να χάθηκε η φαντασία της. Τα όνειρά της έφυγαν. Σα να πέθανε ένα μεγάλο μέρος του εαυτού της, ένα μέρος που καθόριζε πια πραγματικά ήταν αυτή, που την έκανε αυτό που ήταν, που ήταν ίσως ο πυρήνας, το πιο κύριο συστατικό του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της. Δεν ήταν πια εκείνη. Ήταν μία άλλη, ίσως.
Γιατί; Αυτό το ερώτημα έκαιγε το μυαλό της. Πού πήγε εκείνο το ξεχωριστό εσωτερικό της στοιχείο, αυτή η φλόγα που την έκανε αυτή που ήταν;
Δε μπορούσε να βρει απάντηση.
Όλα τόσο μπερδεμένα.
Όλα τόσο μπερδεμένα.
Σαν ένα κουβάρι από κλωστές.
Δε θυμάται ούτε το σήμερα, ούτε το χθες.
Είναι μία ξένη
Που κατοικεί
Στο σώμα το δικό της
Δεν αναγνωρίζει
Τον εαυτό της
Δε μπορεί να ονειρευτεί
Δε μπορεί να φανταστεί
Δε μπορεί να ελπίσει
Πού πήγαν αυτά τα ανόητα χρώματα;
Ανόητα χρώματα
Γυρίστε πίσω
Βρήκε μία κοπέλα μία μέρα. Είχε… είχε χρώμα. Χρώμα στα μαλλιά, στα ρούχα, στα μάτια. Ήταν ένα κινητό ουράνιο τόξο.
‘‘Γιατί έχεις χρώμα…;’’ ρώτησε με ζήλια.
Ήθελε και εκείνη το χρώμα. Το ήθελε. Μισούσε το γκρι.
‘‘Γιατί δεν τους άφησα να κάνουν αυτό που έκαναν σε εσένα’’
‘‘Τι έκαναν σε εμένα;’’
‘‘Σε πίεσαν και σου πήραν τα όνειρα. Στα έκλεψαν. Ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδες, είναι ένας άνθρωπος χωρίς χρώμα.’’
‘‘Ποιοι τα έκλεψαν;’’
‘‘Αυτοί. Οι μεγάλοι. Αυτοί που δε νοιάζονται για τίποτα παρά μόνο για τον εαυτό τους.’’
‘‘Μα γιατί;’’
‘‘Γιατί έχασαν τα δικά τους χρώματα καιρό πριν. Πούλησαν τα όνειρά τους για ένα τίποτα. Και τώρα παίρνουν και τα δικά μας χρώματα.’’
‘‘Αυτό είναι άδικο.’’
‘‘Είναι. Θέλουν να μας κάνουν να πονέσουμε, όπως πόνεσαν και εκείνοι. Θέλουν να μας δώσουν τα δικά τους όνειρα για να ευχαριστηθούν εκείνοι. Θέλουν ό,τι εμείς δε θέλουμε. Θέλουν να μας πάρουν τα πάντα’’
‘‘Δε μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;’’
‘‘… Όχι. Όχι τελείως. Μπορείς όμως να προσπαθήσεις να πάρεις τα όνειρά σου.’’
‘‘Αλήθεια;’’
‘‘Απλά προσπάθησε να ζωγραφίσεις ξανά. Ίσως όλα να γίνουν καλύτερα έτσι.’’
‘‘Ίσως.’’
‘‘Ζωγράφισε χαμόγελα. Ζωγράφισε ήλιους. Ζωγράφισε την ελπίδα. Πρέπει να μεταδώσουμε την ελπίδα.’’
‘‘Την ελπίδα για τι;’’
‘‘Για ένα καλύτερο όνειρο, για ένα καλύτερο αύριο. Για ένα αύριο με χρώμα’’