Κεφάλαιο Δεύτερο
Το χιόνι του Δεκέμβρη
«Ερέβια; Είσαι καλά;»,ρώτησε η Σέλεστ.
Ήταν η Τρίτη πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων. Η ώρα ήταν εφτά και έπρεπε να πάρουν πρωινό γιατί είχαν μάθημα Φίλτρων τις δύο πρώτες ώρες και δεν έπρεπε να αργήσουν. Ωστόσο, η συνήθως χαρωπή και ενεργητική Ερέβια ήταν στο κρεβάτι και ψήνονταν στον πυρετό.
«Όχι και πολύ.»,είπε η Ερέβια και έβηξε. «Σε πειράζει να πεις στην Πόιζον πως είμαι άρρωστη;».
«Θα της πω. Ίσως να έρθει να ελέγξει αν είσαι καλά και να σε πάει στο αναρρωτήριο.»,είπε η Σέλεστ.
Στη συνέχεια, η Σέλεστ πήγε μία κανάτα και ένα ποτήρι με νερό δίπλα στην Ερέβια και της έδωσε και νέες κομπρέσες. Έβαλε το μανδύα της και πήρε στον ώμο την τσάντα της.
«Θα φύγω εγώ τώρα, εντάξει; Εκτός και αν θες να μείνω μαζί σου…».
Η Ερέβια χαμογέλασε κουρασμένα. «Όχι Σέλι. Πήγαινε. Θα τα πούμε μετά.».
Η Σέλεστ, γεμάτη ανησυχία, έφυγε από τον κοιτώνα της και πήγε στη Μεγάλη Αίθουσα. Έκατσε μαζί με το Λούκας και τον Στέφαν στο τραπέζι του Ράβενκλοου και έφαγε ανήσυχη και σχετικά ανόρεχτη κορν φλέικς με γάλα. Ο Στέφαν δεν είχε αναρρώσει πλήρως από το συμβάν λιποθυμίας του το Νοέμβριο. Ήταν χλωμός, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια από την έλλειψη ύπνου και το διάβασμα. Πλέον ανέβαζε αρκετά συχνά πυρετό. Ο Λούκας φαινόταν να έχει κολλήσει και εκείνος, καθώς συχνά ζαλίζονταν και είχε και εκείνος υψηλούς πυρετούς.
«Εσείς είστε καθόλου καλύτερα;»,ρώτησε η Σέλεστ τα αγόρια.
«Όχι. Και είναι παράξενο.»,είπε ο Λούκας πίνοντας σκεφτικός καφέ. «Αν ήταν κάποια μεταδοτική γρίπη, θα είχε κολλήσει όλο το σχολείο. Τώρα την έχουν μεμονωμένα άτομα.».
«Θα πάω πάλι να ψάξω τα συμπτώματα στη βιβλιοθήκη.»,είπε η Σέλεστ.
«Δεν έχεις ψάξει ήδη έξι φορές;»,ρώτησε ο Στέφαν.
«Ναι. Αλλά ίσως να προσπαθήσω να επισκεφθώ το Απαγορευμένο Τμήμα σήμερα.».
«Θα έρθω μαζί σου τότε.»,είπε ο Στέφαν.
«Εντάξει. Πού θα πάτε τα Χριστούγεννα;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Εγώ θα μείνω εδώ, να κάνω παρέα στην Ερέβια.»,είπε ο Λούκας χαμογελώντας.
«Εγώ θα πάω σπίτι.»,είπε ο Στέφαν ανόρεχτα. «Έρχεται ο Μπεν από το μεταπτυχιακό του στη Βοτανολογία από την Ισπανία φέτος και έτσι πρέπει να είμαστε όλοι μαζί. Επίσης η μαμά λέει πως η Τζούλιετ με αποζητά με αγωνία….».
Η Σέλεστ και ο Λούκας γέλασαν. Η δεκάχρονη αδερφή του Στέφαν, η Τζούλιετ, ήταν ένα γλυκύτατο πλασματάκι με τρελή αδυναμία στους μεγάλους αδερφούς της, τον εικοσιδυάχρονο Μπεν και τον σχεδόν δεκαεξάχρονο Στέφαν.
«Ωχ, η ώρα πήγε σχεδόν οχτώ, πρέπει να την κάνω!»,είπε η Σέλεστ ανήσυχα και έφυγε.
Η Πόιζον, αν και Υπεύθυνη του Ράβενκλοου, δεν δίσταζε να βάζει τιμωρίες σε όσους αργούσαν για το μάθημά της. Η Σέλεστ τρέχοντας, κατευθύνθηκε προς τα σκοτεινά μπουντρούμια του κάστρου. Μπήκε στην αίθουσα Φίλτρων. Ήταν ήδη εκεί μερικοί Γκρίφιντορ, μαζί με τους οποίους είχε συνδιδασκαλία το Ράβενκλοου στα Φίλτρα, και κάμποσοι Ράβενκλοου. Η Σέλεστ ανακουφισμένη που δεν άργησε πολύ, έκατσε στο θρανίο της.
Οι αναθυμιάσεις μέσα στην αίθουσα των Φίλτρων ήταν σχεδόν μόνιμες και η ατμόσφαιρα αποπνικτική, αλλά στη Σέλεστ άρεσε αυτό το μάθημα, παρά τη δυσκολία του και τη σχεδόν εκνευριστική ακρίβεια που χρειάζονταν η τέλεση του κάθε φίλτρου. Και ξαφνικά, η Σέλεστ ήξερε τι θα συμβεί πριν αυτό συμβεί και έτσι έκρυψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα μάτια της από την κοινή θέα.
Ένιωσε το κεφάλι της να ανοίγει, τα μάτια της να καίνε και ήξερε ότι θα έβλεπε πάλι ένα όραμα. Εδώ και ένα περίπου μήνα, έτσι συνέβαινε. Τα μάτια της γίνονταν ένα ανοιχτό γαλάζιο και στο κεφάλι της έρχονταν εικόνες. Το είχε μάθει και η Ερέβια και η Λαβέρνα, αλλά τις είχε παρακαλέσει αν μην πουν τίποτε σε κανέναν…
Η Ορόρα αναστέναξε. Χιόνιζε ελαφρά και εκείνη κάθονταν μόνη της σε ένα παγκάκι. Η ίδια δεν κρύωνε, αλλά βαριόταν να περιμένει. Έβγαλε το ραβδί της, χωρίς να τη νοιάζει αν θα τη δει κάποιος Μαγκλ και άρχισε να δημιουργεί κόκκινο και μαύρο καπνό, ο οποίος έπαιρνε περίεργα σχήματα.
«Καλησπέρα, Ορόρα.»,άκουσε μία φωνή δίπλα της.
«Επιτέλους!»,είπε η Ορόρα και έβαλε μέσα το ραβδί της. Κοίταξε εξεταστικά τη μορφή με την κουκούλα. «Και είναι αφέντρα, για εσένα.»,συμπλήρωσε απαξιωτικά.
Η μορφή έκατσε δίπλα της στο παγκάκι αθόρυβα και με χάρη. «Δε νομίζεις πως αντιγράφεις υπερβολικά πολύ το Βόλντεμορτ;». η φωνή της μορφής ήταν γυναικεία, ευχάριστη και νεανική.
«Ο Άρχοντας του Σκότους ήταν, είναι και θα είναι το πρότυπό μου. Εξάλλου, ποια είσαι εσύ για να κατακρίνεις εμένα, Αναστασία Ρουτ.»,είπε αλαζονικά η Ορόρα.
Σαν σε αντίδραση στο άκουσμα του ονόματός της, η μορφή δίπλα στην Ορόρα κατέβασε με αργές και ήρεμες κινήσεις την κουκούλα της. Ήταν πολύ πιο όμορφη από ότι τη θυμόταν η Ορόρα. Η Αναστασία Ρουτ ήταν γύρω στα είκοσι εφτά. Είχε μακριά μαλλιά στο χρώμα του άχυρου, ή ίσως λίγο πιο σκούρα. Τα μάτια της ήταν ένα πολύ σκούρο πράσινο και το πρόσωπό της είχε λεπτά χαρακτηριστικά που την έκαναν να μοιάζει πολύ μικρότερη από ότι στην πραγματικότητα ήταν.
«Μην παίζεις με εμένα, Ορόρα Ουάν. Ξέρεις πολύ καλά τι μπορώ να κάνω. Και ξέρεις ότι μπορώ να σε καταστρέψω για αυτό που μου έκανες δεκάξι χρόνια πριν.»,είπε η Αναστασία και τα μάτια της έγιναν για ένα λεπτό ένα πολύ ανοιχτό πράσινο, σαν αυτό των φύλλων ενός δέντρου και σήκωσε το δεξί της μανίκι.
Υπήρχε μία τεράστια κακοφορμισμένη ουλή κατά μήκος της κύριας αρτηρίας του χεριού, μέχρι το εσωτερικό του αγκώνα, η οποία ήταν τόσο λευκή που έμοιαζε να λάμπει αμυδρά σε ασημένια απόχρωση.
«Το θυμάσαι αυτό, Ορόρα;»,ρώτησε με μία μικρή δόση υστερίας στη φωνή της η Αναστασία. «Θυμάσαι πόσο αιχμηρή ήταν η λεπίδα που τρύπησε αυτές τις φλέβες;».
Η Ορόρα είχε χλομιάσει. Τα μάτια της Αναστασίας είχαν γίνει ένα ψυχρό πράσινο, ένα πράσινο γεμάτο μίσος και έχθρα και ο αέρας ήταν σαν να χε παγώσει γύρω τους, ενώ η γη άρχισε να τρέμει.
«Μην με ειρωνεύεσαι και μη μου το παίζεις ντίβα του σκοτεινού μαγικού κόσμου.»,είπε η Αναστασία και η γη άρχισε να τρέμει. «Δε σε συμφέρει. Το πρώτο σου πείραμα, εγώ, ήταν τόσο αποτυχημένο, αλλά ταυτόχρονα το πιο δυνατό από όλα. Μην τα βάζεις μαζί μου. Αν θες να κάνω την τόσο σημαντική δουλειά σου, πρέπει να με σέβεσαι.».
«Ποιος να το έλεγε πως το Χάφλπαφ βγάζει πλέον κακούς;»,αναρωτήθηκε η Ορόρα φωναχτά, όταν η γη έπαψε να τρέμει και τα μάτια της Αναστασίας έγιναν κανονικά.
«Ίσως αυτός που είπε σε μια δεκαεννιάχρονη μάγισσα να ξεσκίσει τις φλέβες ενός μικρού εντεκάχρονου κοριτσιού και να τις γεμίσει αστερόσκονη;»,ρώτησε ειρωνικά η Αναστασία.
Η Ορόρα γέλασε. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γινόσουν τόσο ευχάριστη παρέα, Αναστασία.».
Η έκφραση της Αναστασίας παρέμεινε παγωμένη, ούτε που χαμογέλασε. «Τι θες να κάνω για ‘σένα Ορόρα; Με την ανάλογη αμοιβή φυσικά.».
Η Ορόρα έβγαλε από το εσωτερικό του μανδύα της ένα αρκετά μεγάλο, βελούδινο, μπλε σκούρο πουγκί. «Δύο χιλιάδες γαλέρες.»,είπε και το έδωσε στην Αναστασία. «Θέλω να πας στο Χόγκουαρτς για τη θέση καθηγητή Σιωπηλής Μαγείας που βγήκε προχθές στις εφημερίδες. Και να παρακολουθείς τους νέους με τη δύναμη της Σιωπηλής Μαγείας, αλλά κυριότερα…αυτήν.».
Η Ορόρα της έδωσε μία φωτογραφία και η Αναστασία την έφερε κοντά στο πρόσωπό της.
«Είναι η ανιψιά μου. Θέλω να την παρακολουθείς πολύ προσεχτικά. Και αν γίνεται, να μειώσεις όσο πιο πολύ τις δυνάμεις της γίνεται. Και αυτής και των φίλων της. Έχουν γίνει πολλοί δυνατοί.»,είπε η Ορόρα.
«Μάλιστα. Μπέιμπι σίτινγκ λοιπόν.»,είπε η Αναστασία σχεδόν αδιάφορα και έβαλε το πουγκί μέσα στο εσωτερικό του μανδύα της. Μετά, η ματιά της έγινε σκληρή και χαμογέλασε σχεδόν διαβολικά. «Μετά από δέκα χρόνια… Χόγκουαρτς, σου έρχομαι!».
«Σέλεστ;».