Hunger Games

Deep in the meadow, hidden far away
A cloak of leaves, a moonbeam ray
Forget your woes and let your troubles lay
And when it's morning again, they'll wash away
Here it's safe, here it's warm
Here the daisies guard you from every harm
Here your dreams are sweet and tomorrow brings them true
Here is the place where I love you.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Christmas' Magic!



Ένα μικρό κορίτσι, κάπου στο ένα μέτρο ύψος, ήταν δεν ήταν ενός χρονών, ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κοίταξε την ώρα. Ήταν δώδεκα και μισή. "Ο Άγιος Βασίλης έχει έρθει!", σκέφτηκε και πήγε αθόρυβα και προσεχτικά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας μέχρι το σαλόνι του σπιτιού της. Το δέντρο έλαμπε, καθώς οι λάμψεις από τα φωτάκια τρεμόπαιζαν. Πορτοκαλί, κόκκινο, μπλε, πράσινο και πάλι πορτοκαλί. Κάτω από το δέντρο διέκρινε τη φάτνη, όμως δεν είδε κάποιο κουτί, τυλιγμένο με ασημένιο χαρτί και κορδέλες. "Ο Άγιος Βασίλης με ξέχασε!", σκέφτηκε τρομοκρατιμένη και έβαλε τα κλάματα. Ο μεγάλος αδελφός της την άκουσε να κλαίει, και την βρήκε. Της σκούπισε τα δάκρυα, της εγγυήθηκε πως ο Άγιος Βασίλης απλώς άργησε λίγο και μετά την έβαλε για ύπνο. Την επόμενη ημέρα, το κορίτσι βρήκε το πολυπόθητο ασημένιο πακέτο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα αρκουδάκι, όπως είχε ζητήσει. Και δεν ήταν το θέμα του δώρου που την είχε στενοχωρήσει. Απλά ήθελε να ξέρει πως ήταν καλό κορίτσι όλη τη χρονιά, πως ο Άγιος δεν την ξέχασε. Ήθελε να νιώσει πεταλούδες στο στομάχι, μία έξαψη πρωτόγνωρη. Μία αίσθηση που είχε μόνο τα Χριστούγεννα.
10 χρόνια αργότερα.
Η κοπέλα στόλιζε το δέντρο μόνη της. Όλοι είχαν φύγει από το σπίτι. Άλλος για καφέ, άλλος για ψώνια. Αναστέναξε και την έπιασε μία μελαγχολία. Πλέον δεν ένιωθε αυτή την έξαψη, αυτές τις πεταλούδες στο στομάχι πριν και κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Τα ένιωθε παράξενα, κρύα, τα ένιωθε ξένα. Δεν ήταν τα Χριστούγεννά της αυτά. Γιατί δεν ένιωθε πια το ίδιο;



Περίεργο πράγμα... Να μη νιώθεις πια το ίδιο. Παλιά... τα Χριστούγεννα είχαν άλλη γεύση, άλλη υφή, άλλη μυρωδιά. Στο μπαούλο των αναμνήσεων το κουτί με τα παιδικά μου Χριστούγεννα έχει πάνω του τόνους χρυσόσκονης, παλιά στολίδια που τώρα έχουν χαθεί και ένα αρκουδάκι που πλέον δεν έχει μάτι. Μετά όμως...σαν κάτι να πάγωσε. Σαν να έπεσε χιόνι. Χιόνι που δε λιώνει. Και τα Χριστούγεννα έπαψαν να είναι τόσο ζεστά. Έπαψαν να μου προκαλούν πεταλούδες στο στομάχι. Πλέον μελαγχολώ αυτήν την εποχή και δε ξυπνάει μέσα μου κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα όταν στολίζω αυτό το δέντρο. Πλέον έχω πάψει να είμαι παιδί. Μεγάλωσα. Δεν άλλαξαν τα Χριστούγεννα, αλλά εγώ. Εγώ. Μεγάλωσα. Δεν είμαι ο Πίτερ Παν να μείνω για πάντα παιδί. Και έτσι μεγαλώνοντας έχασα αυτό: τη μαγεία των Χριστουγέννων. Το να ξυπνάω το πρωί με αγωνία για να δω αν ήμουν nice, ή αν τελικά ο "Άγιος Βασίλης" αποφανθεί πως ήμουν naughty. Το να ξυπνάω, να φοράω το κατακόκκινο αγιοβασιλιάτικο σκουφάκι μου και να πηγαίνω για τα κάλαντα. Το να φτιάχνω κάρτες και δωράκια για όλους. Το να είμαι απλά ένα ακόμα παιδί στα Χριστούγεννα. God damn it, μεγάλωσα. Και τίποτα δεν το αλλάζει αυτό. Η μελαγχολία μέσα μου, θα παραμείνει ίδια όσο στολίζω μηχανικά το δέντρο. Πλέον δε θα παρατηρώ τα παιχνίδια που κάνουν τα φωτάκια ανάμεσα στα πλαστικά φυλλώματα του δέντρου, ούτε θα γεμίζω με άχνη ζάχαρη, καθώς πασπαλίζω τους κουραμπιέδες. Κοντεύω πλέον τα 17. Δεν είμαι πια παιδί....


Αλλά δεν είμαι και μεγάλη! Δε θα αφήσω την κατήφεια να με πάρει! Όχι! Ποιος είπε πως πρέπει να είμαι μέσα στην κατήφεια;Θα χαμογελώ! Θα γεμίσω τα χέρια μου στολίδια, από τα οποία πέφτει χρυσόσκονη και θα στολίσω με χαρά το δέντρο. Θα φτιάξω τα μελομακάρονο σιγοτραγουδώντας και ναι θα έχω λόγο να είμαι χαρούμενη. Δε θα αφήσω τη χριστουγεννιάτικη μαγεία να σβήσει, όπως μία ασθενική φλόγα κεριού που σβήνει από το άνεμο. Θα την κρατήσω ζωντανή, όσο μπορώ.


Χαμογελάστε όλοι! Έρχονται ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!