«Καλημέρα Σέλεστ!»,είπε η Ερέβια χαρούμενα καθώς κούμπωνε το πουκάμισό της.
«Καλημέρα.»,είπε η Σέλεστ. «Τι ώρα είναι;».
«Εννέα παρά είκοσι πέντε.».
«Πφφφ.»,έκανε η Σέλεστ. Μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Μα τα γένια του Μέρλιν, πρέπει να πάω για φαγητό! Έχω υποσχεθεί στον Τόμας να πάμε μαζί στη βιβλιοθήκη για να τον βοηθήσω σε μία εργασία του για τα Μπόγκαρτ!»,είπε, σχεδόν φωνάζοντας η Σέλεστ και πετάχτηκε πάνω αγχωμένη.
Η Ερέβια γέλασε καθώς έβλεπε τη φίλη της να βγάζει γρήγορα από το μπαούλο της ένα άσπρο πουκάμισο και μία γκρι φούστα.
«Ηρέμισε, Σέλι.»,είπε η Ερέβια καθώς η Σέλεστ ντύνονταν βιαστικά. «Ο Τόμας ποτέ δε θα σου κράταγε κακία. Σε λατρεύει υπερβολικά για να το κάνει αυτό.».
«Ναι, καλά.»,είπε η Σέλεστ και φόρεσε την καζάκα της και το μανδύα της. Έβαλε τα παπούτσια της και χτένισε γρήγορα τα μαλλιά της. «Πάμε γρήγορα για φαγητό!»,συνέχισε με επείγοντα τόνο στη φωνή της.
«Καλά, αλλά μην αγχώνεσαι, θα σου πέσουν τα μαλλιά.»,έκανε πλάκα η Ερέβια.
Η Σέλεστ γέλασε, έβαλε τα βιβλία από την τσάντα της και κλήτευσε κάμποσες περγαμηνές, δύο δοχεία με μαύρο μελάνι και τρεις πένες.
«Πάμε να φάμε!»,είπε η Σέλεστ κρεμώντας την τσάντα της στον ώμο της. «Εσύ τι θα κάνεις σήμερα;».
«Κανονίσαμε με το Λούκας να πάμε βόλτα στο πάρκο. Μετά, μάλλον θα βρω τη Λαβέρνα να διαβάσουμε παρέα Ξόρκια. Θα έρθεις και εσύ;».
«Φυσικά! Θα ‘χει πλάκα να κάνουμε στην Λαβέρνα το ξόρκι επιμήκυνσης των δοντιών.»,είπε με σατανικό ύφος η Σέλεστ.
Τα δύο κορίτσια έφτασαν στην τραπεζαρία και έκατσαν στο τραπέζι του κοιτώνα τους. Ο Λούκας δεν ήταν εκεί, μάλλον θα κοιμόταν ακόμα και ο Στέφαν δεν είχε βγει ακόμα από το αναρρωτήριο. Η Σέλεστ έβαλε γάλα σε μία κούπα και άρπαξε τρεις φρυγανιές και τις άλειψε με μέλι.
«Σέλεστ, ηρέμησε. Ο Τόμας δε θα σε σκοτώσει αν καθυστερήσεις ένα τέταρτο. Βάζω στοίχημα πως μπορεί ο ίδιος να μην έχει κατέβει ακόμα για πρωινό.»,είπε η Ερέβια.
Η Σέλεστ αυτή τη φορά άκουσε τα λόγια της φίλης της και σάρωσε με τα μάτια της προσεχτικά το τραπέζι του Γκρίφιντορ που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι. Εντόπισε τον τριτοετή με τα καστανόξανθα, σγουρά, ατημέλητα μαλλιά και τα γκρίζα μάτια που έψαχνε. Ο Τόμας Σεμπάστιαν Θορν ήταν ο δεκατριάχρονος αδελφός της.
«Ακόμα τρώει.»,σχολίασε η Σέλεστ.
Ο Τόμας καθόταν με τον καλύτερό του φίλο, Τίμοθι Ρόμπινσον και γελάγανε τρώγοντας. Η Ερέβια έβαλε ήρεμα τσάι σε μία κούπα και πρόσθεσε μία κουταλιά μέλι.
«Είδες που ανησυχούσες; Ίσως κιόλας να ‘χει ξεχάσει πως πρέπει να τον βοηθήσεις.»,είπε η Ερέβια παίρνοντας ένα κομμάτι κέικ από μία πιατέλα δίπλα της.
«Πιθανότατα ναι. Ώρες-ώρες, είναι σαν να ξέρεις τον Τόμας περισσότερο από εμένα.».
Ακούστηκε ένα κρώξιμο από ψηλά. Μετά πολλά κρωξίματα μαζί. Και ένα τσούρμο κουκουβάγιες, όλων των χρωμάτων και διαφόρων μεγεθών εισέβαλλαν μέσα στην τραπεζαρία. Έσταζαν λίγο, καθώς έξω ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ψιχάλιζε. Η μαύρη κουκουβάγια της Ερέβια, η Σολφέζ, προσγειώθηκε στο τραπέζι, με ένα γράμμα δεμένο στο πόδι της. Η Ερέβια πήρε το γράμμα και η Σολφέζ τσίμπησε λίγο από το κέικ της ιδιοκτήτριάς της, πριν φύγει.
«Α, κοίτα, έρχεται η Ολίβια!»,είπε η Ερέβια ξαφνιασμένη.
Η Ολίβια ήταν η γκρι οικογενειακή κουκουβάγια της Σέλεστ, που ερχόταν σχεδόν δύο φορές το μήνα στο Χόγκουαρτς. Η κουκουβάγια προσγειώθηκε μπροστά στη Σέλεστ. Η Σέλεστ τη χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και της έδωσε ένα κομμάτι φρυγανιά. Έπειτα, έλυσε το γράμμα από το πόδι της, και η Ολίβια πέταξε μακριά.
Η Σέλεστ άνοιξε το γράμμα. Ήταν από τον πατέρα της, τον Τσαρλς Άντονι Θορν, κοντολογίς Τσάρλι για τους φίλους του.
16 Νοεμβρίου 2020
Αγαπημένη μου Σέλεστ,
Τι κάνεις; Ελπίσω τα μαθήματα να μην είναι υπερβολικά και να τα πηγαίνεις καλά. Ο Τόμας πώς τα πηγαίνει; Να τον προσέχεις.
Τώρα, στο θέμα μας. Λυπάμαι που στο ανακοινώνω, αλλά δεν μπορείς να παραμείνεις στο Χόγκουαρτς φέτος. Ξέρω ότι έτσι σου χαλάμε τις διακοπές με τις φίλες σου, αλλά το μωρό θα γεννηθεί μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων και θέλουμε να είσαι εδώ. Ο Κρις ανυπομονεί να σας δει, θέλει να του κάνετε κόλπα με τα ραβδιά σας.(αν και δεν πρόκειται να σας αφήσω!). Σκοπεύουμε και να αγοράσουμε καινούριο δέντρο και θα έρθει και ο θείος Έρικ με την οικογένειά του την Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Είμαι σίγουρος ότι θα περάσεις καλά ή έστω ικανοποιητικά έτσι ώστε να μη μας παραλύσεις και μας δέσεις στο δέντρο την Παραμονή.
Κοίτα να προσέχεις μην κρυώσεις τώρα που έρχεται ο Δεκέμβρης γλυκιά μου. Λείπεις πολύ στη μαμά. Σου στέλνει πολλά φιλιά και ελπίζει να μη θύμωσες που πρέπει να έρθεις εδώ και να είσαι καλά. Ο Κρις σου στέλνει την αγάπη του και το μωρό κλωτσάει πολύ από την κοιλιά της μαμάς,
Τα λέμε γλυκιά μου!
Φιλιά,
Ο μπαμπάς σου.
«Πωπω!»,είπε η Σέλεστ σιγανά και τύλιξε το γράμμα πάλι σε ρολό.
«Τι έγινε, Σέλεστ;»,ρώτησε η Ερέβια τρώγοντας κέικ.
«Πρέπει να πάω σπίτι φέτος τα Χριστούγεννα.»,είπε η Σέλεστ κάνοντας μία ξινισμένη γκριμάτσα. «Τέλος πάντων, δεν πειράζει, είναι για το καλό της μπέμπας.».
«Πού ξέρεις πως θα είναι μπέμπα; Νόμιζα πως ο γιατρός στον Άγιο Μάνγκο δεν είχε πει τι φύλο είναι.».
«Δεν είπε. Αλλά εγώ το ξέρω.»,είπε η Σέλεστ και τελείωσε το πρωινό της.
«Άρα τα Μπόγκαρτ με το ‘‘Ρεντίκολο’’ απωθούνται;»,ρώτησε ο Τόμας ψιθυριστά.
Κάθονταν με τη Σέλεστ στη βιβλιοθήκη και η δεύτερη τον βοηθούσε να κάνει την εργασία του για την Άμυνα Εναντίον Σκοτεινών Τεχνών και του έδειχνε το ξόρκι απώθησης των Μπόγκαρτ.
«Φυσικά. Φαντάζεσαι πώς να γελοιοποιήσεις το φόβο σου, κουνάς το ραβδί, φωνάζεις ‘‘Ρεντίκολο’’ και πάει το Μπόγκαρτ.»,απάντησε στον ίδιο τόνο η Σέλεστ και χαμογέλασε.
«Το κατάλαβα!»,είπε ο Τόμας και η Σέλεστ έβγαλε τα γυαλιά της για να τρίψει τα κουρασμένα μάτια της.
Όταν όμως, άνοιξε τα μάτια της, κάτι περίεργο συνέβη. Δεν έβλεπε θολά, έβλεπε τα πάντα με ευκρίνεια. Και ξάφνου, νιώθει το κεφάλι της να σπάει στα δύο και πολλές πολύχρωμες εικόνες και ήχοι εισχωρούν μέσα του.
«Σέλεστ;»,ρώτησε ο Τόμας τρομαγμένος. «Τι έχουν τα μάτια σου;».
«Τι έχουν;»,ρώτησε η Σέλεστ κρατώντας το κεφάλι της που πόναγε αφάνταστα πολύ.
Με διστακτικά βήματα σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη που βρίσκονταν απέναντι. Μόλις είδε το είδωλό της, τρόμαξε. Τα μάτια της είχαν γίνει ένα γαλάζιο σαν αυτό του πάγου.
«Τι στο καλό συμβαίνει;»,ρώτησε η Σέλεστ καθώς τα μάτια της ξαναγύριζαν στο φυσικό τους μελένιο χρώμα.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κοκαλιάρικο σώμα της. Ξαφνικά, της φάνηκε πως ο Νοέμβρης δεν ήταν ποτέ πιο κρύος.
-ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ-