Και τι καταφέρνεις με όλα αυτά που έχεις; Είναι απλά αναμνήσεις στοιβαγμένες μέσα σου, και σε κάνουν να πονάς τόσο μα τόσο πολύ, σα να φουσκώνει το στήθος σου, η καρδιά σου από τον πόνο και την απελπισία. Από τη δυστυχία. Που σου πήραν το πιο πολύτιμο δώρο. Ό,τι πιο όμορφο σου είχαν χαρίσει ποτέ. Εκείνο το ένα πράγμα που σε έκανε χαρούμενο. Το ένα πράγμα που κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο. Την αγάπη τους. Την πήραν πίσω. Αφού τύλιξαν την καρδιά σου με τη θέρμη της αγάπης τους, την πήραν πίσω και άφησαν στη θέση της ένα σωρό από το τίποτα, μερικά μαύρα αγκάθια ίσως που σε τρυπάνε όποτε τους βλέπεις. Και τους βλέπεις συχνά. Εγώ τους βλέπω.
Πρώτα ήταν ο Γιώργος. Είχα βγει με το Θάνο. Και ενώ είχαμε περίπου 3 μήνες ή και παραπάνω να μιλήσουμε, ήρθε. Μου είπε χρόνια πολλά. Για τη γιορτή που δεν είχα.
Δεν
καταλαβαίνεις
πόσο
πονά;
Λες και με ξέρει λίγες μέρες. Δεν ξέρει πόσο έκλαψα όταν μου έστειλε εκείνο το e-mail, το e-mail με τον τίτλο A last goodbye, πόσο σήμαινε για εμένα αυτό, πως σκέφτηκα να κάνω κακό στον εαυτό μου επειδή με μισούσα που του κατέστρεψα τη ζωή. Και ήρθε έτσι απλά και μου μίλησε. Τα αγκάθια τύλιξαν την καρδιά μου, σαν ένα σαρκοβόρο φυτό, ή μήπως καλύερα ένα σαρκοβόρο θυλαστικό, έτοιμο να κατασπαράξει το θήραμά του, να το κάνει να χαθεί μια για πάντα στην άβυσσο, στο τίποτα.
Και με έστειλε σε ένα χειρότερο τίποτα. Με έστειλε σε ένα τίποτα με μία ελπίδα πως ίσως να θέλει να μου μιλήσιε ξανά. Με έστειλε σε ένα τίποτα όπου κόντευα να κλάψω μπροστά σε ένα άτομο που απλά ξέρει το όνομά μου. Με έστειλε σε ένα άζωο, μπεζ τίποτα, ένα τίποτα γεμάτο απελπισία.
Και σήμερα η Μυρτώ. Όχι τόσο η Μυρτώ. Το σπίτι της. Που είναι χτισμένο απέναντι στο δικό μου. Που υπήρξε το σπίτι μου για 11 χρόνια. Το σπίτι όπου ουσιαστικά μεγάλωσα. Μαζί της. Πήγα για να μοιράσω τα προσκλητήρια. Για το γάμο του μεγάλου μου αδερφού.
Μου άνοιξε ο αδερφός της. Ευτυχώς που δε μου άνοιξε αυτή. Με το που είχε πατήσει στην αυλή, η καρδιά μου σφίχτηκε και τα γακάθια ξανάκαναν την εμφάνισή τους, απειλιτικά, έτοιμα να κατασπαράξουν. Έτοιμα να καταστρέψουν. Και εκείνη...εκείνη απλά μου έριξε μία ματιά. Την πιο αδιάφορη που θα μπορούσε να μου ρίξει. Μία ματιά που ρίχνουμε σε ένα αδέσποτο ίσως, το οποίο σιχαινόμαστε. Με το οποίο αηδιάζουμε. Κι άλλα αγκάθια. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να φύγουν. Με το ζότι πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει στην οικογένειά της, στα άτομα που ήταν σαν δική μου οικογένεια και να βγάλω δύο τρεις λέξεις από το λαιμό μου. Δε φάνηκαν να το προσέχουν. Γιατί να το προσέξουν άλλωστε.
Στο σπίτι άπλωσα μηχανικά τη μπουγάδα, διάβασα μηχανικά τη μετάφραση. Δεν πίστευα ότι θα ξαναέβλεπα την πόρτα αυτού του σπιτιού να ανοίγει.
Γιατί όλα αυτά πονάνε; Και κάνουν ξανά τα αγκάθια να εμφανίζονται; Να εμφανίζονται και να ανοίγουν πληγές που εν μέρει είχε καταφέρει να επουλώσει το γέλιο του Θάνου ή η καμενιά της Ιωάννας ή οι υπέροχες συζητήσεις με την Κωνσταντίνα;
Είναι άδικο...
Γιατί
να
έχεις
μια
καρδιά;
Ποιο
το
νόημα
να
την
έχεις
αν
ραγίζει
τόσο
εύκολα;
Αν
γίνεται
τόσο
εύκολα
μαύρη;
Πρώτα ήταν ο Γιώργος. Είχα βγει με το Θάνο. Και ενώ είχαμε περίπου 3 μήνες ή και παραπάνω να μιλήσουμε, ήρθε. Μου είπε χρόνια πολλά. Για τη γιορτή που δεν είχα.
Δεν
καταλαβαίνεις
πόσο
πονά;
Λες και με ξέρει λίγες μέρες. Δεν ξέρει πόσο έκλαψα όταν μου έστειλε εκείνο το e-mail, το e-mail με τον τίτλο A last goodbye, πόσο σήμαινε για εμένα αυτό, πως σκέφτηκα να κάνω κακό στον εαυτό μου επειδή με μισούσα που του κατέστρεψα τη ζωή. Και ήρθε έτσι απλά και μου μίλησε. Τα αγκάθια τύλιξαν την καρδιά μου, σαν ένα σαρκοβόρο φυτό, ή μήπως καλύερα ένα σαρκοβόρο θυλαστικό, έτοιμο να κατασπαράξει το θήραμά του, να το κάνει να χαθεί μια για πάντα στην άβυσσο, στο τίποτα.
Και με έστειλε σε ένα χειρότερο τίποτα. Με έστειλε σε ένα τίποτα με μία ελπίδα πως ίσως να θέλει να μου μιλήσιε ξανά. Με έστειλε σε ένα τίποτα όπου κόντευα να κλάψω μπροστά σε ένα άτομο που απλά ξέρει το όνομά μου. Με έστειλε σε ένα άζωο, μπεζ τίποτα, ένα τίποτα γεμάτο απελπισία.
Και σήμερα η Μυρτώ. Όχι τόσο η Μυρτώ. Το σπίτι της. Που είναι χτισμένο απέναντι στο δικό μου. Που υπήρξε το σπίτι μου για 11 χρόνια. Το σπίτι όπου ουσιαστικά μεγάλωσα. Μαζί της. Πήγα για να μοιράσω τα προσκλητήρια. Για το γάμο του μεγάλου μου αδερφού.
Μου άνοιξε ο αδερφός της. Ευτυχώς που δε μου άνοιξε αυτή. Με το που είχε πατήσει στην αυλή, η καρδιά μου σφίχτηκε και τα γακάθια ξανάκαναν την εμφάνισή τους, απειλιτικά, έτοιμα να κατασπαράξουν. Έτοιμα να καταστρέψουν. Και εκείνη...εκείνη απλά μου έριξε μία ματιά. Την πιο αδιάφορη που θα μπορούσε να μου ρίξει. Μία ματιά που ρίχνουμε σε ένα αδέσποτο ίσως, το οποίο σιχαινόμαστε. Με το οποίο αηδιάζουμε. Κι άλλα αγκάθια. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να φύγουν. Με το ζότι πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει στην οικογένειά της, στα άτομα που ήταν σαν δική μου οικογένεια και να βγάλω δύο τρεις λέξεις από το λαιμό μου. Δε φάνηκαν να το προσέχουν. Γιατί να το προσέξουν άλλωστε.
Στο σπίτι άπλωσα μηχανικά τη μπουγάδα, διάβασα μηχανικά τη μετάφραση. Δεν πίστευα ότι θα ξαναέβλεπα την πόρτα αυτού του σπιτιού να ανοίγει.
Γιατί όλα αυτά πονάνε; Και κάνουν ξανά τα αγκάθια να εμφανίζονται; Να εμφανίζονται και να ανοίγουν πληγές που εν μέρει είχε καταφέρει να επουλώσει το γέλιο του Θάνου ή η καμενιά της Ιωάννας ή οι υπέροχες συζητήσεις με την Κωνσταντίνα;
Είναι άδικο...
Γιατί
να
έχεις
μια
καρδιά;
Ποιο
το
νόημα
να
την
έχεις
αν
ραγίζει
τόσο
εύκολα;
Αν
γίνεται
τόσο
εύκολα
μαύρη;
Why?
Tell me, why?
You don't call me anymore
Don't you want me anymore?
Black
It's all black
It's the colour of my heart
It's the colour of my eyes
But I'm here
Yes I'm here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine
Late
It's too late
I am punishing myself
By admitting it's too late
Laugh
You may laugh
You can laugh at me for days
You may spit me if you want
But I'm here
I'm still here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine
Look at me
There were more to see
There were more to be proud of...
Tell me, why?
You don't call me anymore
Don't you want me anymore?
Black
It's all black
It's the colour of my heart
It's the colour of my eyes
But I'm here
Yes I'm here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine
Late
It's too late
I am punishing myself
By admitting it's too late
Laugh
You may laugh
You can laugh at me for days
You may spit me if you want
But I'm here
I'm still here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine
Look at me
There were more to see
There were more to be proud of...