Αoi Ηana
Ένα fan fiction σε Χαριποτερική διάσταση από εμένα
Πρόλογος
Ο Εφιάλτης
Η Σέλεστ Θορν άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τις βαριές, μπλε σκούρες κουρτίνες που έπεφταν πάνω από το κρεβάτι της. Πάλι ο εφιάλτης.
Αναστέναξε και κατέβηκε από το ψηλό κρεβάτι με το παχύ στρώμα και έβαλε προσεχτικά τις παντόφλες της. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τα υπόλοιπα κορίτσια που κοιμόντουσαν ήρεμα. Έδεσε τη ρόμπα γύρω από τη μέση της. Όσο ζεστό και αν ήταν το κάστρο, ο Νοέμβριος δεν ήταν καιρός που επέτρεπε να κυκλοφορείς με ένα αμάνικο νυχτικό. Βγήκε έξω από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε στην αίθουσα αναψυχής.
Επικρατούσε ηρεμία. Οι δείχτες του ξύλινου μεγάλου ρολογιού που στις άκρες τους είχαν κοράκια έδειχναν τέσσερις το πρωί. Το τζάκι ήταν αναμμένο, με μερικά κάρβουνα να σιγοκαίνε. Οι πολυθρόνες δίπλα στο τζάκι είχαν δύο βιβλία από τη βιβλιοθήκη πάνω τους και στα τραπεζάκια ήταν περγαμηνές. Με ένα κούνημα του ραβδιού της, η Σέλεστ τοποθέτησε τα βιβλία στα σωστά ράφια της μεγάλης βιβλιοθήκης που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. Τα λάβαρα του κοιτώνα κρέμονταν στον πέτρινο τοίχο. Το παράθυρο κοίταγε στο πάρκο του κάστρου, το οποίο ήταν ολοσκότεινο. Μόνο τα αστέρια φώτιζαν τον ουρανό.
Η Σέλεστ έκατσε σε έναν από τους καναπέδες και κοίταξε έντονα το κατάλευκο άγαλμα της ιδρύτριας του κοιτώνα που στόλιζε το χολ πριν την είσοδο στο κύριο μέρος της αίθουσας αναψυχής του Ράβενκλοου.
«Πιθανότατα εσύ δεν είχες τέτοια προβλήματα.»,μουρμούρισε στο άγαλμα της Ροβένα Ράβενκλοου.
«Όταν ξεκινάς να μιλάς σε αγάλματα μάγων πεθαμένων εδώ και χιλιετίες, είναι καλό να εξετάσεις το κεφάλι σου.».
«Στέφαν, τι κάνεις ξύπνιος;»,ρώτησε η Σέλεστ νευριασμένη.
Ο Στέφαν Ντράγκον έκατσε δίπλα της στον καναπέ και την σκέπασε με μία κουβέρτα που είχε φέρει από τον κοιτώνα του. Ήταν δεκαέξι ετών, ψηλός, αρκετά έως και απελπιστικά αδύνατος, με ίσια μαλλιά στο χρώμα του άχυρου και μεγάλα γαλάζια μάτια.
«Σου κάνω παρέα. Έχω άγχος. Αύριο είναι ο πρώτος αγώνας στο Κουίντιτς και είναι εναντίον του Γκρίφιντορ. Ξέρεις πως έχω άγχος.»,είπε το αγόρι.
«Θα τα πας μια χαρά.»,μουρμούρισε η Σέλεστ και τυλίχτηκε σφιχτά με την κουβέρτα της. «Το Ράβενκλοου δεν είχε ποτέ ξανά τόσο καλό φύλακα.».
Ο Στέφαν χαμογέλασε. «Εσύ όμως, γιατί δεν κοιμάσαι πάλι;».
«Έχω εφιάλτες, Στέφαν.».
«Βασικά, έναν δεν έχεις;».
«Ναι. Αυτόν τον ίδιο από την αρχή του σχολικού έτους.».
«Σέλεστ… το Χόγκουαρτς είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.»,είπε ο Στέφαν και της έπιασε το χέρι.
Η Σέλεστ δεν απάντησε. Κάθε βράδυ, στα όνειρά της, έβλεπε σκοτεινές μορφές με μαύρους μανδύες και κουκούλες να έρχονται στο Χόγκουαρτς. Το βάδισμά τους απειλητικό. Και καθώς βγάζουν τα ραβδιά τους, μαύρα χέρια απλώνονται και αρπάζουν ότι πολυτιμότερο έχει. Τον Στέφαν, την κολλητή της, την Ερέβια, τους φίλους της από το Ράβενκλοου και την άλλη της κολλητή, την Λαβέρνα από το Σλίθερν και τον γάτο της, τον Λόλιετ. Και από τα ραβδιά των κουκουλοφόρων, φωτιές βγαίνουν και το Χόγκουαρτς τυλίγεται στις φλόγες. Και στο τέλος, μία πράσινη λάμψη πετά και καρφώνεται με δύναμη στο στήθος της. Και τότε πεθαίνει, βλέποντάς τα όλα χαμένα και το Χόγκουαρτς να καίγεται. Και έτσι ξυπνάει.