Άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει
από μέσα του:
‘‘Ο Βασιλιάς της Χώρας των Σκιών ήταν
βρικόλακας. Η Μεγαλειότητά του ήταν αρχαία. είχε πεθάνει πάνω
από χίλια χρόνια πριν. Και έμοιαζε ακόμα με τριάντα χρονών, με τα γαλάζια μάτια
του να λάμπουν σαν της γάτας και τα εβένινα μαλλιά του μέχρι τους ώμους
μαζεμένα σε χαμηλό κότσο. Στο διπλανό θρόνο κάθονταν η Βασίλισσά του. Ήταν και
εκείνη νεκρή εδώ και χίλια χρόνια. Έμοιαζε όμως σα νεαρή είκοσι πέντε ετών, με
τα ολόισια ξανθά, σχεδόν άσπρα μαλλιά της να πέφτουν σαν καταρράχτης μέχρι τη
μέση της και τα γκριζωπά της μάτια να λάμπουν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της
Αίθουσας των Θρόνων. Ήταν πραγματικά εξωτική η ομορφιά της.
Μπροστά τους ήταν ο βασιλιάς των
Ανθρώπων της χώρας δίπλα από τη Χώρα των Σκιών. Το αίμα του κινούνταν έντονα
στις φλέβες του λόγω του άγχους του και έδινε χρώμα στα μάγουλά του. Ίσως να
θεωρούνταν γοητευτικός, με τα καστανά μαλλιά του και τα πράσινα μάτια του. Η
γυναίκα του βασιλιά των Ανθρώπων ήταν μία από τις πιο δυνατές Φωτεινές Μάγισσες
που υπήρξαν ποτέ από την Αρχή του Χρόνου. Εκείνη ήταν ψύχραιμη, το ανέκφραστο
και όμορφο πρόσωπό της πλαισιώνονταν από μαύρες μπούκλες, τα μελένια μάτια της
κοίταγαν επίμονα τη Μεγαλειότητά του.
Η Βασίλισσα έδωσε διαταγή να ανάψουν οι
πυρσοί στο μήκος της Αίθουσας των Θρόνων. Ο χώρος φωτίστηκε.
«Να φανταστώ πώς ήρθατε για τη
συνθήκη;»,ρώτησε η Βασίλισσα αγέρωχα.
«Ναι, Μεγαλειοτάτη.»,απάντησε ο βασιλιάς
των Ανθρώπων. «Όπως ξέρετε η συνθήκη είχε υπογραφεί με τις Αυτού Μεγαλειότητές
σας από τον πατέρα μου και ακόμα πιο πριν, το δικό του πατέρα και παππού μου. Η
χώρα μου απειλείται από ορδές βαρβάρων και η βοήθειά σας θα ήταν ανεκτίμητη.».
«Ξέρετε πως Εμείς πάντα τηρούμε συνθήκες
και υποχρεώσεις. Τα στρατεύματά μας θα είναι έτοιμα σε δύο μέρες.»,αποκρίθηκε η
Βασίλισσα βαριεστημένα.
«Θα λάβουμε και Εμεί οι ίδιοι μέρος στη
μάχη, όπως έχει συμφωνηθεί.»,συμπλήρωσε ο Βασιλιάς.
«Πολύ καλά λοιπόν. Ευχαριστούμε για την
ακρόαση. Αντίο σας. Θα τα πούμε στο πεδίο της μάχης. Χαιρόμαστε που σας έχουμε
συμμάχους.»,απάντησε ο βασιλιάς των Ανθρώπων και αφού χαμογέλασε ευγενικά στις
Μεγαλειότητες, πήρε από το χέρι τη συμβία του και έφυγαν.
Ο Βασιλιάς παραξενεύτηκε. Εκείνος είχε
‘παντρευτεί’ τη Βασίλισσα λόγω υποχρέωσης. οι πιο αρχαίοι
βρικόλακες πάντα δεσμεύονταν ώστε να βασιλεύουν στη Χώρα των Σκιών, στη χώρα
όπου κατοικούσαν τα φαντάσματα, τα ξωτικά, οι λυκάνθρωποι, οι νεράιδες και όλα
τα λοιπά μυθικά πλάσματα. Όμως δεν την αγαπούσε. Δε μπορούσε να αγαπήσει. Η
καρδιά του είχε πάψει να αισθάνεται. Και απλά η ζωή του πλέον ήταν μία ατέρμονη
νύχτα. […]
Η μάχη είχε τελειώσει. Οι εχθροί είχαν
μαζέψει τους νεκρούς και είχαν οπισθοχωρήσει. Ο βασιλιάς των Ανθρώπων αν και κουρασμένος
φαινόταν ευτυχισμένος. Γελούσε και συνεχώς αγκάλιαζε και φιλούσε τη γυναίκα
του, σα να μη χόρταινε την παρουσία της. Ο Βασιλιάς μπορούσε πλέον να καταλάβει
αυτόν τον Θνητό. Είχε καρδιά που χτυπούσε, αλλά η ψυχή του ήταν εκείνη που
δημιουργούσε εκείνα τα συναισθήματα στοργής για τη γυναίκα του. Όμως ο Βασιλιάς
ήξερε πως δεν είχε την πολυτέλεια σε κανένα από τα δύο. Η ψυχή του είχε
εξαφανιστεί, χρόνια πριν. Η καρδιά του είχε πάψει να χτυπά. Ήταν ένα τίποτα.
Κοίταξε τη Βασίλισσά του. Αδιαμφισβήτητα
ήταν πανέμορφη, κάτω από το φως του φεγγαριού που την έλουζε. Την έκανε να
μοιάζει με νεράιδα, τόσο ντελικάτη ήταν. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο
τα σκέφτονταν αυτά όμως. Ποτέ δεν τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα η ομορφιά της
Βασίλισσάς του. Ήταν βρικόλακας, προφανέστατα ήταν πανέμορφη. Η αλήθεια είναι
όμως πως είχε συλλάβει αρκετές φορές τον εαυτό του να παρατηρεί τις λεπτές
γωνίες του προσώπου της, τα μεγάλα της μάτια, τα σχεδόν ολόλευκα μαλλιά της,
όλο της το παράστημα. Ήταν όντως πανέμορφη.
Και είχε παρατηρήσει πως είχε αρχίσει να
βρίσκει αρκετά ενδιαφέρων το χαρακτήρα της και συμπαθητική την προσωπικότητά
της. Αν και συχνά ειρωνική και σοβαρά, έκανε πολλές φορές αστεία με τη γυναίκα
του βασιλιά των Ανθρώπων και το γέλιο της ήταν υπέροχο. Της άρεσε να περπατάει
στο δάσος και να παίζει φλάουτο. Ήταν η σύζυγός του εδώ και πεντακόσια χρόνια
και ποτέ του δεν είχε προσέξει όλα αυτά. Δεν είχε ενδιαφερθεί.
Πλησίασε τη Βασίλισσά του. Εκείνη τον
κοίταξε ανέκφραστα.
«Νομίζω… νομίζω πως αρχίζω να νιώθω
πράγματα. Για εσένα.»,της είπε τελικά μετά από μερικά λεπτά δισταγμού και
αμηχανίας.
Αν η καρδιά του χτυπούσε ίσως είχε
κοκκινίσει. Παρότι όμως πλέον δε ζούσε, ένιωθε μέσα του
πράγματα-συναισθήματα-για τη Βασίλισσά του. Όλος αυτός ο καιρός με τους Θνητούς
είχε ξυπνήσει μέσα του τα αισθήματα που είχαν ναρκωθεί για μία χιλιετία.
Η Βασίλισσα σήκωσε έκπληκτη τα φρύδια
της. «Εγώ… είναι παράξενο. Και εγώ εδώ και κάποιο καιρό νιώθω το ίδιο. Παρότι
δε χτυπάνε οι καρδιές μας»,είπε βάζοντας το χέρι στην νεκρή καρδιά του. «νομίζω μπορούμε να
νιώσουμε.».
Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της και
χαμογέλασε για πρώτη φορά εδώ και πολλούς αιώνες. «Νομίζω έχεις δίκιο. Ελπίζω
να μη χάσαμε πολύ καιρό.».
Χαμογέλασε και εκείνη. «Δεν το νομίζω.».
Την αγκάλιασε.’’
Άφησε το βιβλίο και σηκώθηκε από την
καρέκλα του. Συνήθως δεν αγόραζε τέτοια βιβλία, μυθιστορήματα φαντασίας, του
άρεσαν περισσότερο τα ψυχολογικά βιβλία. Του άρεσε να διαβάζει για την
ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Πίστευε ότι έτσι τους καταλάβαινε σε βάθος. Όμως
ήξερε πως οι άνθρωποι δεν ήταν σαν τους αριθμούς που τόσο αγαπούσε.
Οι αριθμοί είναι εύκολοι. Πάντα ένα και
ένα κάνει δύο, δύο και δύο τέσσερα και ούτω κάθε εξής. Δεν υπάρχει κάτι που να
αλλάζει, όλα παραμένουν τα ίδια, παρά τις αλλαγές που συμβαίνουν ανά τα χρόνια.
Οι αριθμοί δε σε προδίδουν ποτέ, σκέφτηκε. Πάντα είναι εκεί και πάντα ίδιοι.
Ποτέ δεν αλλάζουν, ποτέ δε λένε ψέματα, ποτέ δε σε πληγώνουν. Δεν είναι
άνθρωποι.
Γιατί για αυτό ο ίδιος παρέμενε
κλεισμένος στο μισοσκότεινο δωμάτιό του, με τα βιβλία του και τα
μαθηματικά του. Παλιά βέβαια δεν ήταν έτσι. Παλιά ήξερε να γελάει, παλιά
μπορούσε να πάρει τηλέφωνο κάποιον και να του πει να βγούνε. Ενώ τώρα…κατέληξε
να είναι ένας εκνευριστικός και απόμερος φοιτητής Μαθηματικών. Ένα τίποτα,
ουσιαστικά;
Όμως δεν έφταιγε (μόνο) εκείνος. Τον
είχαν πληγώσει. Εκείνοι και εκείνη. Εκείνοι που ήταν φίλοι του, από το Γυμνάσιο
ακόμα, μόλις πήγαν φοιτητές τον παράτησαν και δεν του ξαναμίλησαν, χωρίς κάποιο
προφανή λόγο. Ενώ εκείνη, που την αγαπούσε πάρα πολύ, τον είχε χωρίσει. Έτσι
απλά. Και του ήρθαν όλα μαζί. Ένιωθε πως έχασε τα πάντα. Ένιωθε την καρδιά του
να σπάει, όπως ένα ξύλινο καράβι που τσακίζεται πάνω σε ένα κοφτερό προεξέχοντα
βράχο. Αφού είχε χάσει τα πάντα από ανθρώπους που τον στήριζαν δεν έβλεπε πια
το λόγο να συνεχίσει τις ανθρώπινες σχέσεις. Ποιο θα ήταν το νόημα; Ποιο το
αποτέλεσμα; Πάλι δε θα πληγωνόταν, εν τέλει, αργά ή γρήγορα; Δεν το
καταλάβαινε… Ποιος ήταν ο λόγος να έχεις μια καρδιά, να έχεις συναισθήματα, αν
ήταν να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα στο τέλος;
Κανένας δεν τον είχε προειδοποιήσει για
αυτή την κατάληξη των ανθρώπινων σχέσεων. Και αφού είχε μείνει παντελώς μόνος,
κλείστηκε μέσα σε ένα προστατευτικό καβούκι. Η ζωή του ήταν τώρα πια, τον
τελευταίο χρόνο, η σχολή του, το διάβασμα για αυτή, η λογοτεχνία, τα βιβλία
ψυχολογίας και τα μαθηματικά. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ξανάβγαινε
στον κόσμο. Αυτό όμως αφού πρώτα είχε κατανοήσει πλήρως την ανθρώπινη
ψυχοσύνθεση ώστε να είναι σε θέση να αποτρέψει μία μελλοντική κατάσταση που θα
τον πλήγωνε ξανά.
Όμως όσο περισσότερο διάβαζε τόσο
περισσότερο δεν καταλάβαινε τι ήταν πλέον αυτό που έψαχνε να βρει. Και αυτό
τελικά που τον είχε παρακινήσει σε όλες αυτές τις σκέψεις εκείνο το βροχερό
απόγευμα ήταν τι; Ένα απλό μυθιστόρημα φαντασίας.
Δεν ήταν ωστόσο ο Βασιλιάς σαν εκείνον;
Εν μέρει; Ο Βασιλιάς δεν είχε πληγωθεί. Ωστόσο είχε πάψει να νιώθει, αφού δεν
έβρισκε το λόγο να νιώσει κάτι. Η επαφή του όμως με τους ανθρώπους και την
ανθρώπινη θνητή φύση τους τον έκανε να αρχίσει να εξανθρωπίζεται. Δεν είχε
πάψει στην πραγματικότητα ποτέ του να νιώθει. Απλά τα συναισθήματα, λόγω
αχρηστίας, είχαν σιγάσει και στη θέση τους υπήρχε ένα κενό, ένα τίποτε. Ίσως ο
ίδιος ο Βασιλιάς να ήταν ένα τίποτε. Και πώς άραγε να είναι κάτι, αφού δε
νιώθει; Όμως, ο βασιλιάς των Θνητών τον είχε ωθήσει να δει πέρα από το όμορφο
αθάνατο πρόσωπο της Βασίλισσας. Ο Βασιλιάς βρικόλακας είχε αρχίσει να εκτιμά
τις λεπτές πτυχές του χαρακτήρας της, τη ντελικάτη φυσιογνωμία της, να την
εκτιμά και να τη σέβεται. Άρχισε να νιώθει, άρχισε να ερωτεύεται. Και έγινε
λοιπόν κάτι, έπαψε η ζωή του να είναι βαρετή αφού μπορούσε πια να νιώσει και
όχι μόνο αυτό. Μπορούσε επίσης να μοιραστεί αυτό το συναίσθημα με κάποιον
άλλον, κάποιον που αγαπούσε.
Ίσως αυτό να ήταν το νόημα εν τέλει.
Άφησε έναν αναστεναγμό αγανάκτησης. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει από όλες
αυτές τις τόσο συναισθηματικά φορτισμένες σκέψεις. Ήθελε καθαρό αέρα. Έβαλε το
μπουφάν του, πήρε κλειδιά και κινητό και βγήκε έξω.
Ήταν στο κέντρο της πόλης. Πού πήγαινε;
Δεν ήξερε. Απλά περπάταγε και προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό του. Ήθελε να
σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Και καθώς σκεφτόταν το πρώτο πράγμα που το ήρθε στο
μυαλό ήταν εκείνη η συμφοιτήτριά του που είχε γνωρίσει στο αμφιθέατρο κάποτε,
πριν μήνες. Αυτή με τα καστανά μαλλιά και τα μελένια μάτια. Τολμούσε να πει πως
είχε βρει την προσωπικότητά της αρκετά γοητευτική, αν και δεν είχε κάνει τον
κόπο να τη γνωρίσει, φοβόταν ακόμη τότε μία πιθανή ατυχή γνωριμία που θα
κατέληγε πάλι στο να τον πληγώσει.
Χωρίς καν να ξέρει γιατί σκέφτηκε αυτή
την κοπέλα, έβγαλε το κινητό του και πληκτρολόγησε ένα μήνυμα στα γρήγορα,
ρωτώντας την αν θα ήθελε να πάνε για καφέ. Προτού συνειδητοποιήσει τι έκανε,
πάτησε ‘Αποστολή’.
Πώς μπορούσε εκείνος, που τόσο φοβόταν
τις δεσμεύσεις και τις ανθρώπινες σχέσεις να συμπεριφέρεται τόσο… απερίσκεπτα;
Ήταν όντως απερίσκεπτη η πράξη του; Τύψεις άρχισαν να περικυκλώνουν απειλητικά
το μυαλό του. Μήπως δεν έπρεπε να στείλει αυτό το μήνυμα; Μήπως ήταν, εν τέλει,
πολύ για εκείνον να θέλει οποιαδήποτε είδους σχέση με οποιοδήποτε άτομο; Μήπως
ήταν πλέον αδύνατο να συναναστραφεί έστω και με συνομηλίκους του;
Όχι, ένιωσε μία φωνή να μιλάει στο κεφάλι του. Ήταν άγνωστη
αλλά και συνάμα οικεία. Όλοι έχουν το δικαίωμα να κάνουν φίλους, να
γελάσουν, να αγαπήσουν. Και επειδή πληγώθηκες και επειδή σε έσπασαν; Οι
άνθρωποι είναι σημαντικοί. Γεννιόμαστε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, αλλά τους
έχουμε αδήριτη ανάγκη κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Είναι απαραίτητοι.
Πληγώθηκες και ίσως ξαναπληγωθείς. Με το να μένεις όμως μόνος χάνεις την
ευκαιρία να γνωρίσεις πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους και δεν τους δίνεις τη
δυνατότητα να σε γνωρίσουν και εκείνοι. Ακολούθησε το παράδειγμα του Βασιλιά
βρικόλακα. Προσπάθησε να κάνεις την καρδιά σου να νιώσει και άρπαξε μερικές ευκαιρίες,
όσες σου δίνονται και προσπάθησε να ξεπεράσεις τα εμπόδια που σε τραυματίζουν
και σε κάνουν να πέφτεις. Αλλιώς είναι η καρδιά σου που θα γίνει ξηρή και
εύθραυστη και δε θα είναι ικανή για τίποτα παρά μόνο για να χτυπά.
Είχε μόλις λάβει ένα μήνυμα στο κινητό
του. Η κοπέλα είχε δεχτεί και του έλεγε να πάει σε ένα τέταρτο σε μία καφετέρια
εκεί κοντά. Δίστασε. Συνοφρυώθηκε. Και μετά έκανε αυτό που του είχε πει η φωνή,
αυτό που θα έκανε ο Βασιλιάς βρικόλακας. Άδραξε την ευκαιρία και πήγε στην
καφετέρια.
Η κοπέλα χαμογέλασε όταν τον είδε.
Παρήγγειλαν καφέ και έπαιξαν τάβλι. Μίλησαν για τη σχολή, μίλησαν για τα
μαθήματα, για τις ταινίες, για τα βιβλία, για τα σχολικά τους χρόνια. Είχε
δίκιο. Ήταν όντως γοητευτική ως χαρακτήρας, πολύ ενδιαφέρουσα. Είχε καιρό να
μιλήσει τόσο πολύ με κάποιον. Ένιωθε τόσο όμορφα, τόσο πλήρης. Πώς μπορούσε
τόσο καιρό να μένει μόνος; Δεν τον είχε ενοχλήσει; Ένιωθε άβολα όταν σκεφτόταν
πως ίσως να έπρεπε να κλειστεί στο καβούκι του, να μείνει ξανά μόνος. Όχι. Δε
θα το έκανε. Όχι πια. Δεν έπρεπε να φοβάται.
Συνέχισαν να μιλάνε και η κοπέλα γέλασε
σε ένα αστείο του. Ήταν τόσο όμορφο το γέλιο της. Και ένιωθε καλά που την είχε
κάνει να γελάσει. Ένιωθε χαρά, μετά από πάρα πολύ καιρό. Άφησε το συναίσθημα
αυτό να τον πλημμυρίσει και χαμογέλασε.
Όταν βγήκαν από την καφετέρια και
άρχισαν να περπατούν προς το σπίτι της, της έπιασε δειλά και διστακτικά, σαν
ένα μικρό ντροπαλό παιδί, το χέρι. Εκείνη του έσφιξε το χέρι
και χαμογέλασε ευδιάθετα. Χαμογέλασε και εκείνος για δεύτερη φορά εκείνη τη
μέρα. Η κοπέλα, με τη σκιά του χαμόγελού της ακόμη πάνω στα
χείλη της, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο μάγουλο.
Εκείνος κοκκίνισε. Οι αριθμοί και τα βιβλία του θα ήταν μοναχικά για αρκετό
καιρό από ‘δω και πέρα.