12 Ιουλίου 2014
Η κοπέλα αναστέναξε και άνοιξε κουρασμένα τα μάτια της. Ο ύπνος
δεν έλεγε να την τυλίξει στην αγκαλιά του εδώ και μέρες. Ήταν κουρασμένη,
στενοχωρημένη, κουρασμένη.
Ο κόσμος γύρω της ήταν γκρι. Μόνο λευκό μαύρο και τα
ενδιάμεσα. Ανιαρά και άσχημα.
Δεν ήξερε αν άντεχε άλλο. Γύρισε πλευρό στο κρεβάτι. Δεν ήξερε
γιατί είχε συμβεί πάλι αυτό. Γιατί ενώ απλόχερα έδινε την αγάπη, όπως της είχε
μάθει από μικρή η μαμά της, δεν έπαιρνε ανταπόκριση. Αντιθέτως. Έβλεπε τα
κομμάτια της καρδιάς της που έδινε στους άλλους να κόβονται, να κομματιάζονται,
να κακομεταχειρίζονται. Και στη θέση των κομματιών αυτών υπήρχε το κενό, το
τίποτα.
Γύρισε ξανά πλευρό. Σκέφτηκε πως έπρεπε να κλειδώσει για μία
ακόμη φορά την καρδιά της. Την έθλιβε αυτό, αλλά έπρεπε. Δεν έπρεπε να αφήσει
να συμβεί ξανά αυτό. Δεν έπρεπε να επιτρέψει σε κανέναν να την κάνει να κυλίσει
πάλι πίσω στη σκοτεινή, μοναχική άβυσσο της θλίψης.
10 Αυγούστου 2014
Το αγόρι που γνώρισε, εκείνος με το όμορφο χαμόγελο και τα μελένια
μάτια της μιλάει. Για εκείνη τη σειρά βιβλίων με το αγόρι με το σημάδι κεραυνού
στο μέτωπο, για τη σειρά βιβλίων που στιγμάτισε όλη της την παιδική ηλικία. Και
χαίρεται.
Γιατί παρότι κλειδώθηκε ξανά νιώθει μόνη και δε θέλει να ναι
μόνη. Είναι άνθρωπος που λατρεύει να χει φίλους, λατρεύει να γελά, λατρεύει να
αγαπάει. Και δε θέλει να ναι μόνη. Γιατί να είναι μόνη;
Του απαντάει και συνεχίζουν να μιλάνε για βιβλία και σχολές
και μαθήματα και ενδιαφέροντα και μιλάνε όλη μέρα και όλη νύχτα. Και οι
συζητήσεις πότε είναι ανάλαφρες και πότε σοβαρές και συνειδητοποιεί πως της αρέσει
το αγόρι.
Αλλά ο κόσμος συνέχισε να είναι γκρι.
Και οι γκρίζες μέρες περνάνε.
Και έρχεται η στιγμή που τον βλέπει ξανά.
Και πάνε για μπίρα και το βράδυ είναι ένα ζεστό βράδυ στα τέλη
του Αυγούστου.
Και τη φιλάει και ο κόσμος γυρίζει και ξέρει πως η καρδιά της
ξεκλείδωσε και χαίρεται.
Και έπειτα εκείνος της λέει πως δεν είναι σίγουρος για το τι
νιώθει για εκείνη και μία άλλη και η καρδιά της κλαίει μα δεν το δείχνει. Πρέπει
να φανεί δυνατή. Δυνατή. Δεν έχει σημασία.
Η κοπέλα θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για τον κάνει
να αλλάξει γνώμη.
Οι μέρες συνέχισαν να είναι γκρι.
Και εκείνη δεν έκανε τίποτα.
Φοβόταν
μήπως
πάλι
δώσει την καρδιά της
και δεν γεμίσει τίποτα το κενό.
και δεν γεμίσει τίποτα το κενό.
Το αγόρι όμως, λίγες γκρίζες ημέρες μετά, της ζητά συγγνώμη.
Της λέει πως την ερωτεύεται. Και απλώνει τα χέρια του και της δίνει ένα κουτί. Και
μέσα σε εκείνο το κουτί
ήταν
η δική του καρδιά.
ήταν
η δική του καρδιά.
Ήταν κόκκινη και γεμάτη πληγές και εκείνη. Και ήταν ότι πιο
όμορφο είχε αντικρίσει.
Σήκωσε τα μάτια της από το κουτί.
Το αγόρι της χαμογέλασε με εκείνο το όμορφο χαμόγελο.
Και το ασπρόμαυρο τοπίο γέμισε φως και χρώματα.