Hunger Games

Deep in the meadow, hidden far away
A cloak of leaves, a moonbeam ray
Forget your woes and let your troubles lay
And when it's morning again, they'll wash away
Here it's safe, here it's warm
Here the daisies guard you from every harm
Here your dreams are sweet and tomorrow brings them true
Here is the place where I love you.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Όταν το τριαντάφυλλο αποφάσισε να απλώσει τα αγκάθια του...



Μια φορά και έναν καιρό, πολλά και πολλά χρόνια πριν, ένα κατακόκκινο, μυρωδάτο τριαντάφυλλο άνθιζε στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού της χώρας.
Ήταν ένα μοναδικό τριαντάφυλλο, που ο κάθε ένας κάτοικος της Γης ολόκληρης το ποθούσε. Ήταν το τριαντάφυλλο του οποίου τα πέταλα πρόσφεραν την αθανασία.
Όμως, δεν γινόταν να το αποκτήσουν. Τα αγκάθια του τριαντάφυλλου, κατάμαυρα, δηλητηριώδη και κοφτερά, είχαν τυλίξει όλο το βουνό.
Κανένας δε μπορούσε να σκαρφαλώσει και να κόψει το πολυπόθυτο φυτό. Όσοι είχαν προσπαθήσει, πέθαναν.
Και το τριαντάφυλλο έμεινε μόνο του εκεί, να μαραίνεται και να μη χαρίζει σε κανέναν τα τόσο πολύτιμα πέταλά του.




Κάπως έτσι δεν είναι και ο καθένας από εμάς; Ένα πολύτιμο, μικρό τριαντάφυλλο, το οποίο αρχικά φαίνεται ασήμαντο. Αν κοιτάξεις το ρόδο από κοντά, αν πλησιάσεις και το μυρίσεις, θα καταλάβεις πόσο ξεχωριστό και ιδιαίτερο είναι και δε θα θέλεις να το αποχωριστείς ποτέ.
Τι γίνεται όμως αν υπάρχουν αγκάθια;



Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύπλοκες. Οι περισσότεροι άνθρωποι διπρόσωποι και υποχθόνιοι. Κοιτάνε το συμφέρον τους. Είναι φιλικοί μαζί σου και μετά σε πληγώνουν. Σου ξεριζώνουν από μέσα σου όσα συναισθήματα μπορεί να είχες και όλη την καλή θέληση να αγαπήσεις και να νιώσεις.


Έτσι, κάποιος που αγάπησες, που εμπιστεύτηκες, που εναπόθεσες πάνω του όλες σου τις ελπίδες και τα όνειρα σου. Τον θεώρησες φίλο σου, ιδιαίτερα αν σου έχει σταθεί σε κάποιο πρόβλημα. Και τελικά, τις περισσότερες φορές, σε απογοητεύει.
Και έτσι, σαν ένα ντροπαλό και ευαίσθητο τριαντάφυλλο απλώνεις τα αγκάθια σου γύρω σου, φτιάχνεις ένα αγκάθινο κλουβί, μην αφήνοντας κανέναν να σε προσεγγίσει, έτσι ώστε να μην ξανανιώσεις αυτόν τον πόνο, αυτή την απογοήτευση, που τη μία στιγμή είσαι στα σύννεφα και την άλλη έχεις πέσει στη Γη και συνειδητοποιείς την πραγματικότητα.
Πραγματικά όμως, αξίζει; Αξίζει μία τέτοια ζωή; Μία ζωή μόνος; Μια ζωή χωρίς φιλία, αγάπη και τη ζεστασιά που νιώθεις όταν ξέρεις πως κάποιος σε νοιάζεται. Αξίζει να τα χάσεις όλα αυτά για κάποιον που ήταν απλά χαζός που δε σε γνώρισε καλύτερα; Για κάποιον ο οποίος δε δίνει δεκάρα τσακιστή για τα συναισθήματά σου; Όπως είπα και στο προηγούμενο ποστ μου, η ζωή περνάει, φεύγει και, ίσως, όταν ανοίξεις ξανά τα μάτια να έχουν περάσει τόσες ευτυχισμένες και χαρούμενες στιγμές, που θα μπορούσαν να σε κάνουν να χάσεις την ανάσα σου από τα γέλια.
Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου. Θα είναι το μεγαλύτερό λάθος που θα κάνεις στη ζωή σου.
Γιατί έτσι, θα καταλήξεις όπως το τριαντάφυλλο του μικρού παραμυθιού. Μόνος. Έρημος. Χωρίς να μπορείς να προσφέρεις σε κανέναν τον εαυτό σου, χωρίς να μπορείς να κάνεις κάποιον να χαμογελάσει και να πει μία κουβέντα ενδιαφέροντος. Και όχι μόνο αυτό. Αν ποτέ σου κάνεις το λάθος να κλειστείς μέσα σε ένα καβούκι, τότε μετά από χρόνια, εσύ, ο χαρακτήρας, η προσωπικότητά σου και τα συναισθήματά σου θα είναι ξερά και κούφια.
Πιθανότατα όλα τα παραπάνω να είναι ένα απλό παραλήρημα μίας έφηβης που έχει πληγωθεί από τους φίλους της. Όπως και να έχει, δεν πειράζει.
Εγώ προσπαθώ να μη γίνω το τριαντάφυλλο και να δω τη θετική πλευρά της ζωής, να δω το ποτήρι μισογεμάτο. Εσείς;

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Catch a falling star and put it in your pocket

«Στο μάθημα της αγάπης, ένα κορίτσι είπε: ‘‘Ξέρω γιατί απελπίζομαι συχνά. Είναι γιατί θέλω όλοι να με αγαπούν και αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατον. Θα μπορούσα να είμαι το πιο ζουμερό, το πιο γευστικό, το πιο συναρπαστικό ροδάκινο του κόσμου και να προσφέρομαι σε όλους. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που είναι αλλεργικοί στα ροδάκινα, αυτοί ίσως θελήσουν να γίνω μπανάνα.’’. Πόσο συχνά δε γινόμαστε μπανάνες για τους άλλους, που θέλουν ροδάκινα! Τι θλιβερή φρουτοσαλάτα! Είναι προτιμότερο να πεις στον άλλο: ‘‘Λυπάμαι πολύ που δε μπορώ να είμαι μπανάνα, θα το ‘θελα πολύ να ήμουνα μπανάνα για εσένα. Βλέπεις, όμως, είμαι ΡΟΔΑΚΙΝΟ!’’. Και ξέρετε τι θα συμβεί; Αν περιμένετε αρκετά, θα βρείτε κάποιον που του αρέσουν τα ροδάκινα. Και μετά θα μπορείτε να ζήσετε σα ροδάκινο και όχι σα μπανάνα. Σκεφτείτε χάσιμο ενέργειας που έχεις κανείς προσπαθώντας να γίνει μπανάνα όταν είναι ροδάκινο!‘‘Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου’’. Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για να αγαπάς, όχι για να πάρεις ανταπόκριση. Αυτό δεν είναι αγάπη. ‘‘Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις’’ και ‘‘Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις.’’. Κι όμως, πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δε ρισκάρει τίποτε, δεν κάνει τίποτα και δεν είναι τίποτε. Μπορεί να αποφεύγει τον πόνο και τη λύπη, αλλά δε μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δε ζει και δεν αγαπά. Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει, είναι ελεύθερος.» Λεό Μπουσκάλια, ‘‘Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις’’



Και όμως. Όλοι μας αυτό κάνουμε. Αυτό ζούμε. Μία ζωή χωρίς ρίσκο. Μελετούμε προσεχτικά την κάθε κίνηση. Σα να παίζουμε σκάκι. Και εγώ το κάνω αυτό. Πολύ συχνά. Κάθε φορά, μελετώ τι θα κάνω, τι θα γίνει αν το κάνω αυτό και συνήθως καταπιέζω τον εαυτό μου, διότι αυτό που θέλω δεν είναι πρέπον, δεν είναι σωστό. Και ποιος λέει τι είναι σωστό και τι όχι; Ποιος; Η ζωή δεν είναι για πάντα. Δεν είναι ούτε ταινία, ούτε βιβλίο με ρομάντζο ούτε παραμύθι. Δεν υπάρχουν εδώ happily ever afters. Η ζωή είναι μία σκύλα, η οποία σε παρασέρνει από εδώ και από εκεί με φουρτούνες και ατυχίες και αναποδογυρίσματα. Και σαν έρμαιο της τύχης, δεκτικός, κάθεσαι και δέχεσαι τα πάντα.Συγνώμη, αλλά αυτή δεν είναι ζωή. Εγώ προσωπικά, πιστεύω πως στα λίγα χρόνια που αναπνέω και ζω, δεν έχω ζήσει ουσιαστικά τίποτε. Γιατί δεν τόλμησα. Γιατί δεν άδραξα τις ευκαιρίες μου. δεν πήρα μία απόφαση έτσι ώστε να κερδίσω εμπειρίες, να νιώσω έστω πόνο και λύπη. Πάντα καθόμουν σαν στρατιωτάκι πειθαρχειμένο, έτοιμο να ακούσει τη νέα εντολή. Ε, λοιπόν, τέρμα πια!Θέλω να κάνω κάτι, να αλλάξω, να μη νιώθω πλέον κενή, να νιώθω γεμάτη από τη ζωή. 





 «Γιατί κάτι στιγμές, αρχίζει σιγά-σιγά να μου δίνεται η εντύπωση ότι ποτέ δε θα είμαι ικανός ν’ αρχίσω μία πραγματική ζωή, γιατί νομίζω ότι έχω χάσει πια κάθε ρυθμό, κάθε αίσθηση του παρόντος, της πραγματικότητας, γιατί, τελικά, καταριόμουν ο ίδιος τον εαυτό μου και γιατί, μετά τις νύχτες της φαντασίας μου, έρχονται στιγμές νηφαλιότητας, οι οποίες είναι φοβερές! Στο μεταξύ, ακούς πως γύρω σου βροντοφωνάζει και στριφογυρίζει στον ανεμοστρόβιλο της ζωής το ανθρώπινο πλήθος, ακούς, βλέπεις πως ζουν οι άνθρωποι. Ζουν ξύπνιοι, βλέπεις ότι η ζωή για αυτούς δεν ήρθε κατά παραγγελία, δε θα εξανεμιστεί σαν όνειρο, σαν οπτασία, συνεχώς ανανεώνεται, μένει πάντα νεανική κι ούτε μία ώρα της δε μοιάζει με την άλλη, ενώ η λιγόψυχη φαντασία είναι τόσο καταθλιπτική, ποταπή και μονότονη, σκλάβα μιας σκιάς, μιας ιδέας, σκλάβα του πρώτου σύννεφου που θα κρύψει ξαφνικά τον ήλιο.[…] Στο μεταξύ, η ψυχή ζητάει και θέλει κάτι άλλο! Ο ονειροπόλος μάταια σκαλίζει τα παλιά του όνειρα, όπως τη στάχτη, γυρεύοντας έστω κάποια μικρή σπίθα, να τη φυσήξει, να ζεστάνει την κρύα του καρδιά με φλόγα ανανέωσης και ν’ αναστήσει μέσα της απ’  την αρχή όλα αυτά που πρώτα ήταν τόσο αγαπητά, που συγκινούσαν την ψυχή, που έκαναν το αίμα να βράζει, τα μάτια να δακρύζουν, κι εξαπατούσαν με τόση μεγαλοπρέπεια! Οι ανόητοι και άυλοι ρεμβασμοί δεν υπάρχουν, επειδή δεν υπάρχει κάτι που να τους κάνει να διατηρούνται. Ακόμα και τα όνειρα, σβήνουν, τελειώνουν! Τα χρόνια θα διαβαίνουν, θα έρθει η σκληρή μοναξιά, θα έρθουν, τρέμοντας και με μπαστούνι, τα γηρατειά, κι ύστερα με τη σειρά τους η ανία και η κατάθλιψη. Ο φανταστικός σου κόσμος θα χλομιάσει, τα όνειρά σου θα σβήσουν, θα μαραζώσουν, και, σαν τα κίτρινα φύλλα, θα πέσουν κάτω από τα δέντρα. Είναι θλιβερό να μένεις μόνος, τελείως μόνος, και να μην έχεις ακόμα και τι να λυπηθείς- τίποτε, απολύτως τίποτε… Γιατί όλα αυτά που έχασες, ήταν όλα ένα τίποτε, ήταν ένα ανόητο, στρογγυλό μηδενικό, ένα όνειρο και τίποτε άλλο!»Φίοντορ Ντοστογέφσκι ‘‘Λευκές Νύχτες’’ 


Ο Ντοστογέφσκι είναι πιθανότατα ειδήμονας. Αυτό, δεν είναι ένα μονοκόμματο απόσπασμα φυσικά, αλλά μερικά κομμάτια. Αλλά αυτά με χαρακτηρίζουν. Ίσως χαρακτηρίζουν και άλλους. Πόσοι είναι άραγε οι άνθρωποι που καθημερινά ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά για το καλύτερο, το τέλειο, το άφταστο, την όμορφη, πλούσια ζωή που δεν μπορούν να ζήσουν, ή για το επάγγελμα που θα ήθελαν να εξασκήσουν; Χιλιάδες! Εκατοντάδες χιλιάδες! Μπορεί και όλος ο πλανήτης με το όνομα Γη.Έχει όμως καμία σημασία αυτή η ονειροπόληση στη μέση της ημέρας. Σαφώς, είναι άσκοπη. Δεν προσφέρει τίποτε. Χαίρεσαι λίγο, αλλά μετά συνειδητοποιείς πως όλα είναι μία πλάνη, ένα ψέμα, πως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Τόσο καιρό ζούσες σε ένα κόσμο γυάλινο, τόσο εύθραυστο που με το πρώτο φύσημα του ανέμου γκρεμίστηκε.Και πόσες στιγμές έχασες; Πόσες ευκαιρίες να γνωρίσεις νέα άτομα; Πόσα γέλια; Πόσες χαρούμενες αναμνήσεις που τελικά δεν θα αποτυπωθούν ποτέ στον εγκέφαλό σου; Τελικά, ήταν όλο μία δελεαστική παγίδα. Ο φανταστικός τέλειος, μαγικός κόσμος του μυαλού σε αντάλλαγμα με την πραγματικότητα. Τι θα διάλεγες; Το πρώτο, την fictional life! Και όμως, τα πράγματα που χάνεις είναι υψίστης σημασίας. Ίσως, όπως λέει και ο αγαπητός Φίοντορ, χαραμίσεις έτσι όλη σου τη ζωή. Και δε θα έχεις κάνει τίποτε. Όχι μόνο θα έχεις αποφύγει κάθε πόνο, αλλά και κάθε χαρά και ευτυχία. Και αυτό δεν είναι η ζωή. Η ζωή πρέπει να είναι γεμάτη χρώματα και συναισθήματα, μελωδίες και εικόνες. Πρέπει να σε εξιτάρει, να σε συναρπάζει. Εγώ θέλω η ζωή μου να είναι μία περιπέτεια. Να μην ξέρω τι θα βρω στο επόμενο βήμα, αλλά να ξέρω πως ότι και αν βρω, θα είμαι αρκετά δυνατή για να το αντιμετωπίσω.Ελπίζω δηλαδή. Αυτά.