Το πλήθος διαλύθηκε σιγά-σιγά με χαρούμενες επευφημίες και τραγούδια από τους Ράβενκλοου, θλιμμένα και μουτρωμένα πρόσωπα από τους Γκρίφιντορ.
«Πρέπει να πάω στον κοιτώνα. Έχουμε κανονίσει με το Σκορπιό και την Αμάντα να διαβάσουμε.»,είπε η Λαβέρνα όταν σχεδόν όλος ο κόσμος είχε φύγει.
«Α, Λούκας!»,είπε η Ερέβια χαρούμενη και αγκάλιασε τον Λούκας που μόλις είχε ανέβει στις κερκίδες. «Υπέροχο παιχνίδι.».
Ο Λούκας της ανακάτωσε τα μαλλιά. «Ευχαριστώ μικρή.».
«Τα λέμε αύριο κορίτσια!»,είπε η Λαβέρνα χαμογελώντας και έφυγε.
«Γεια σου Λαβέρνα!»,είπαν η Σέλεστ, η Ερέβια και ο Λούκας μαζί.
«Ο Στέφαν;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Είναι κάτω. Νομίζω μόλις μπήκε για ντουζ.»,απάντησε ο Λούκας.
«Καλό θα ήταν να πάτε στο κάστρο.»,είπε η Σέλεστ. «Τα μαλλιά σου είναι βρεγμένα, Λούκας, θα κρυώσεις.».
«Έχει δίκιο.»,είπε η Ερέβια και τον τράβηξε από το χέρι. «Δεν θες να χάσεις τις προπονήσεις έτσι δεν είναι; Σέλεστ, θα περιμένεις μόνη σου τον Στέφαν;»,ρώτησε.
«Ναι, θα πάω στα αποδυτήρια για να τον περιμένω.»,είπε η Σέλεστ και πήγε προς τα αποδυτήρια.
«Σίγουρα δεν πειράζει που θα μείνει μόνη της;»,ρώτησε ο Λούκας την Ερέβια καθώς, πιασμένοι χέρι-χέρι ξεκινούσαν για το κάστρο.
«Δεν νομίζω. Θέλει να περιμένει το Στέφαν και για αυτό πηγαίνει εκεί.»,είπε η Ερέβια και χαμογέλασε.
Η Σέλεστ κατέβηκε από τις κερκίδες και μπήκε στα αποδυτήρια του Ράβενκλοου. Εκείνη τη στιγμή ο Στέφαν κούμπωνε το πουκάμισό του.
«Α, Στέφαν! Νόμιζα ότι ήσουν ακόμα στο ντουζ.»,είπε η Σέλεστ.
«Όχι, θέλω να πάω να φάω, οπότε τελείωσα γρήγορα.»,είπε ο Στέφαν γελώντας και έβαλε σε ένα σάκο τη στολή Κουίντιτς.
«Σου είπα το πρωί να φας.»,διαμαρτυρήθηκε η Σέλεστ.
Ο Στέφαν γέλασε ξανά και την αγκάλιασε. «Όπως μου είπες και το σκορ. Ευχαριστώ μικρούλα. Είσαι το τυχερό μου γούρι.».
Εκείνη τη στιγμή η πόρτα των αποδυτηρίων άνοιξε.
«Ωχ, συγνώμη.»,ακούστηκε μία αγορίστικη φωνή. «Σας διέκοψα.».
Η Σέλεστ έφυγε κατευθείαν από την αγκαλιά του Στέφαν.
«Όχι, Τζέιμς, αλλά γιατί είσαι εδώ; Ελπίζω να μη γυρεύεις καυγάδες…»,είπε επιφυλακτικά ο Στέφαν.
Στην πόρτα στέκονταν ο Τζέιμς Πότερ. Είχε μαύρα ίσια μαλλιά, βρεγμένα τη συγκεκριμένη στιγμή και καστανά μεγάλα μάτια.
«Όχι Στέφαν.»,είπε ο Τζέιμς γελώντας. «Και πόσο μάλλον μπροστά σε κορίτσι. Απλά… ήθελα να σε συγχαρώ.».
Η Σέλεστ ένιωσε να πέφτει από τα σύννεφα. Ο Τζέιμς Πότερ τους συνεχαίρονταν για τη νίκη τους; Ο Στέφαν φαινόταν το ίδιο σοκαρισμένος.
«Ήταν ένα πολύ καλό παιχνίδι, Στέφαν.»,είπε ο Τζέιμς Πότερ και άπλωσε το χέρι του. «Χάρηκα που σε είχα αντίπαλο.».
Ο Στέφαν έκανε χειραψία με τον Τζέιμς και χαμογέλασε. «Και εγώ χάρηκα. Είσαι καλός αντίπαλος, Πότερ. Τα λέμε στα Ξόρκια την Δευτέρα, ναι;».
«Ναι, τα λέμε Ντράγκον!»,είπε ο Τζέιμς και έφυγε.
«Έλα, πάμε στο κάστρο.»,είπε ο Στέφαν και ξεκίνησαν για το κάστρο. «Δεν περίμενα να έρθει ο Πότερ να με συγχαρεί. Συνήθως είναι αλαζόνας με αυτά τα θέματα.».
«Μπορεί να έγινε ευαίσθητος τώρα τελευταία. Εξάλλου, κάνετε συνδυαστικά μαθήματα έξι χρόνια μαζί. Μάλλον σε συμπαθεί.».
«Μάλλον…»,είπε ο Στέφαν και φάνηκε σα να θέλει να πει κάτι άλλο, αλλά εκείνη τη στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, πέφτει κάτω.
«Στέφαν; Στέφαν, είσαι καλά;»,ρώτησε σχεδόν φωνάζοντας ταραγμένη η Σέλεστ.
Έπιασε το μέτωπό του και ήταν ζεστό.
«Γαμώ το… Τώρα τι θα κάνω;»,μουρμούρισε στον εαυτό της και ένα δάκρυ κύλησε. Το σκούπισε βιαστικά. «Πρέπει να βοηθήσω τον Στέφαν. Σωματοκινήσιους!»,είπε βγάζοντας το ραβδί της από την τσέπη και το αναίσθητο σώμα του Στέφαν σηκώθηκε σχεδόν ενάμισι μέτρο πάνω από το έδαφος.
Η Σέλεστ πήρε τον αθλητικό σάκο του Στέφαν στον ώμο της. «Ας σε πάμε στο αναρρωτήριο. Έχεις καιρό να δεις την κυρία Πόμφρι.»,μουρμούρισε.
****
«Τι ακριβώς έγινε, Σέλεστ;»,τη ρώτησε ο Λούκας.
Ο ήλιος φαινόταν από τα παράθυρα του αναρρωτηρίου να βουτά μέσα στα κατάμαυρα δέντρα του Απαγορευμένου δάσους και ο Στέφαν ήταν στο κρεβάτι, με ένα μόνιμο συνοφρύωμα. Η Σέλεστ κάθονταν στο περβάζι του παραθύρου δίπλα στο κρεβάτι του Στέφαν κοιτάζοντας το παράθυρο. Ο Λούκας και η Ερέβια κάθονταν ο ένας πάνω στο κρεβάτι και η άλλη στη μία καρέκλα.
«Όπως μου μίλαγε ξαφνικά λιποθύμησε. Έπιασα το μέτωπό του και έκαιγε. Τον έφερα εδώ. Η Πόμφρι αγχώθηκε, του έδωσε αντιπυρετικά βοτάνια αλλά ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει. Μετά από λίγο ξύπνησε, ήπιε δύο μπουκάλια νερό και του πέρασε ο πυρετός και μετά ήρθατε εσείς και ακούσατε την Πόμφρι να λέει πως θα τον κρατήσει μέσα σήμερα το βράδυ για να σιγουρευτεί πως είναι καλά.».
«Καλά είμαι, την Κεντάβρα μου μέσα!»,διαμαρτυρήθηκε ο Στέφαν.
«Στέφαν, καλό θα ήταν να μείνεις εδώ. Ξέρεις, μπορεί απλά να ήταν αντίδραση του οργανισμού σου στην υπερκόπωση.»,είπε η Ερέβια.
«Εξάλλου, βγαίνεις αύριο.»,είπε ο Λούκας που εν μέρει καταλάβαινε το φίλο του. Δεν ήταν διόλου ευχάριστο να παραμένεις άπραγος μέσα στο ελαφρά κρύο και νοσηρό περιβάλλον του αναρρωτηρίου. «Υπομονή.».
«Κύριε Φλίτγουικ, ένα παιδί από τον κοιτώνα του Ράβενκλοου λιποθύμησε σήμερα. Ο Στέφαν Ντράγκον.»,είπε η Αραμπέλα Πόιζον.
Η Αραμπέλα Πόιζον ήταν μόλις είκοσι έξι ετών, με κατακόκκινα σγουρά μαλλιά και μεγάλα καστανά σκούρα, σχεδόν μαύρα μάτια. Αν και μόλις πριν τρία χρόνια είχε διοριστεί ως καθηγήτρια Φίλτρων στη Σχολή Χόγκουαρτς για Μαγείες και Ξόρκια, λόγω της σκληρής δουλειάς, της επιμέλειας, της επιμονής και της υπομονής της πριν ένα χρόνο έγινε η Υπεύθυνη για τον κοιτώνα του Ράβενκλοου.
Ήταν στο γραφείο του Διευθυντή. Ήταν γεμάτο με βιβλία. Βιβλία χοντρά, βιβλία λεπτά, καινούρια, παλιά, με δερματόδετα εξώφυλλα, με χίλιες σελίδες, παντού βιβλία, βιβλία, βιβλία! Πάνω από το γραφείο του Διευθυντή ο Σέβερους Σνέιπ την κοίταγε από το κάδρο του με ενδιαφέρον. Μία γκρι γάτα με μαύρες ρίγες και μία μαύρη «μάσκα» γύρω από τα μάτια της την παρακολουθούσε με τα αεικίνητα μάτια της. Ο Φίλιους Φλίτγουικ, πρώην καθηγητής Ξορκιών και Υπεύθυνος του Ράβενκλοου και νυν Διευθυντής του Χόγκουαρτς, σταύρωσε τα χέρια του σκεφτικά πάνω στο γραφείο.
«Μάλιστα. Και, Αραμπέλα, η Πόπι τι ακριβώς σου είπε για τα συμπτώματά του; Ανέφερε τίποτα…ιδιαίτερο;»,ρώτησε ο Φίλιους Φλίτγουικ ήρεμα.
«Είπε πως τον Ντράγκον μετέφερε εκεί η Σέλεστ Θορν. Ο Ντράγκον είχε λιποθυμήσει εντελώς απροειδοποίητα σύμφωνα με τα λεγόμενα της κοπέλας και είχε υψηλό πυρετό. Γύρω στους σαράντα με σαράντα ένα βαθμούς για μία ώρα. Μετά ξύπνησε και ήπιε τρία λίτρα νερό και συνήλθε.»,είπε η Αραμπέλα νιώθοντας ελαφρώς άβολα.
Δεν την είχε ενημερώσει ακόμα ο Διευθυντής για το τι συνέβαινε. Όμως είχε ακούσει πως ήθελε από όλους τους Υπεύθυνους των κοιτώνων αναφορές για την υγεία των μαθητών. Κυρίως αυτών που ήταν από τα δεκατέσσερα-δεκαπέντε και πάνω. Ενδιαφέρονταν κυρίως για περίεργα περιστατικά όπως αυτό του Στέφαν Ντράγκον. Τον λόγο δεν τον ήξερε κανείς εκτός από τη Μινέρβα ΜακΓκόνακαλ, μάλλον και φυσικά τα πορτρέτα των παλαιών Διευθυντών στον τοίχο. Η Αραμπέλα όμως σεβόταν τον Φλίτγουικ και επειδή τον είχε καθηγητή ως έφηβη και επειδή ήταν Υπεύθυνος του Ράβενκλοου όταν ήταν εκείνη στο Χόγκουαρτς, οπότε απλά ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές του. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα την εμπιστευόταν και θα της έλεγε τι συνέβαινε.
«Αυτό είναι ενδιαφέρον.»,είπε περισσότερο στον εαυτό του ο Φλίτγουικ παίζοντας με μία μαύρη πένα. «Τέλος πάντων, σε ευχαριστώ πολύ για τον κόπο σου Αραμπέλα.»,συνέχισε χαμογελώντας. «Να με ενημερώσεις για οτιδήποτε καινούριο, εντάξει;».
«Μάλιστα κύριε Φλίτγουικ.»,είπε η νεαρή κοπέλα. «Καλό σας απόγευμα.».
«Καλό απόγευμα και καλό υπόλοιπο Σαββατοκύριακο, Αραμπέλα.»,είπε ευγενικά ο Φλίτγουικ και η Αραμπέλα βγήκε από το δωμάτιο.
Μόλις την άκουσαν να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, η γάτα πήδηξε από το γραφείο στο πάτωμα και στα γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μία ψηλή, αδύνατη γυναίκα με σκούρο γκρι φόρεμα. Τα μαλλιά της είχαν γίνει γκρι και φόραγε τετράγωνα γυαλιά. Ήταν η Μινέρβα ΜακΓκόνακαλ, καθηγήτρια Μεταμορφώσεων, Υπεύθυνη του κοιτώνα Γκρίφιντορ, Υποδιευθύντρια και μεταμορφωμάγος.
«Η κατάσταση έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει, Φίλιους, δε νομίζεις;»,ρώτησε και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από τον Φλίτγουικ.
Ο Φλίτγουικ χτύπησε τον ραβδί του στον αέρα και εμφανίστηκε μία πορσελάνινη τσαγιέρα και δύο φλιτζάνια από το ίδιο υλικό. Έπιασε την τσαγιέρα και γέμισε τα φλιτζάνια και έδωσε το ένα στη ΜακΓκόνακαλ. «Όντως. Αλλά είναι ένας μαθητής. Καλό θα ήταν να περιμένουμε λίγο καιρό πρώτα, ε;»,είπε ο μικροσκοπικός Διευθυντής.
«Φυσικά, για να το λες εσύ. Πόσο όμως;».
«Μέχρι τα τέλη του Δεκέμβρη θα είμαστε σίγουροι. Μη βιάζεσαι Μινέρβα.»,είπε ο Φλίτγουικ και ήπιε μία γουλιά καυτό τσάι με λεμόνι. «Ούτε εκείνη θα κάνει κίνηση αν δεν έχει ενδείξεις για τη δύναμη των παιδιών εδώ.».
«Όταν λες εκείνη Φίλιους.»,παρενέβη ένα πορτρέτο από τον τοίχο απέναντι. «Εννοείς εκείνη;».
Ήταν ένα πορτρέτο με καλαίσθητη χρυσή κορνίζα, που δεν ήταν υπερβολική. Ο εικονιζόμενος είχε μακριά άσπρα μαλλιά και γένια, γαλάζια μάτια, φόραγε γυαλιά, ένα πράσινο καπέλο και πράσινο μανδύα. Κάθονταν σε μία ξύλινη καρέκλα, έτσι φαίνονταν το σώμα του μόνο μέχρι το στέρνο του. Όμως ήταν αναμφισβήτητο πως ήταν το πορτρέτο του Άλμπους Πέρσιβαλ Γούλφρικ Μπράιαν Ντάμπλιντορ, πρώην Διευθυντής του Χόγκουαρτς.
«Ναι Άλμπους, εκείνη.»,είπε ο Φλίτγουικ, καταλαβαίνοντας τι εννοεί ο Ντάμπλιντορ.
Παρότι πορτρέτο, συμμετείχε ακόμα στη ζωή του Χόγκουαρτς, μιλώντας με τον τωρινό Διευθυντή μερικά απογεύματα και δίνοντάς του συμβουλές.
«Πιθανότατα ήδη να ξέρει την πρόοδο δύναμης μερικών μαθητών. Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα καλό θα ήταν να πεις στα παιδιά την αλήθεια, Φίλιους.»,είπε ο Ντάμπλιντορ.
«Εντάξει λοιπόν, μετά τα Χριστούγεννα.»,είπε ο Φλίτγουικ και εμφάνισε ένα μπισκότο με ζάχαρη.