Hunger Games

Deep in the meadow, hidden far away
A cloak of leaves, a moonbeam ray
Forget your woes and let your troubles lay
And when it's morning again, they'll wash away
Here it's safe, here it's warm
Here the daisies guard you from every harm
Here your dreams are sweet and tomorrow brings them true
Here is the place where I love you.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

It shines in the dark


Ακόμα δε μπορώ να καταλάβω αυτό το παράξενο συναίσθημα που με πιάνει.
Γιατί ένα μολύβι 4Β σημαίνει τόσα πολλά; Γιατί η μυρωδιά του χαρτιού είναι τόσο ξεχωριστή; Γιατί αγαπώ τον ήχο που κάνει η ξυλομπογιά, όταν τρίβεται πάνω στο χαρτί, αφήνοντας πίσω του ένα ποτάμι χρώματος.
Δε θυμάμαι καν πότε άρχισαν τα χρώματα να έχουν τόση σημασία. Μου έχουν πει πως πρώτη φορά έπιασα χρώματα στα χέρια μου όταν ήμουν 2 ετών. Μου τους είχε αγοράσει ο αδερφός μου, με τον πρώτο του μισθό από την part-time δουλειά του. Είχα βάψει τους τοίχους. :Ρ
Δε ξέρω πότε με άφησαν να ξαναπιάσω χρώμα στα χέρια μου. Με θυμάμαι πάντως από όταν ήμουν 5 να έχω όλη την ώρα μαρκαδόρους στα χέρια. Και ένα μπλοκ στη μασχάλη. Με κορόιδευαν για αυτό στον παιδικό. Γιατί να μην κοροϊδέψουν άλλωστε; Ποιο παιδί ζωγραφίζει συνέχεια;
Δε με πτόησε ωστόσο. Και στην Πρώτη Δημοτικού ζωγράφιζα. Και στη Δευτέρα, είχα φτιάξει όοοοολα τα Πόκεμον παρέα με το Στέλιο και τη Χαριτίνη στο ολοήμερο. Στην Τρίτη, την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Έκτη η κατάσταση έγινε τρελή. Ειδικά δε στην περίοδο Τρίτη-Τετάρτη. Πήγαινα σε εργαστήρι τέχνης και έκανε μάθημα ο κύριος Νίκος. Τι καλός γαμώτο. Πάντα χαμογελαστός, να με βοηθά να ανακατέψω την ακουαρέλα κατάλληλα για να μου βγει η σωστή απόχρωση, για να μου δείξει να χρησιμοποιώ σωστά το 4Β, για να φτιάξει το φωτισμό της λάμπας, ώστε να βοηθηθώ με την απόχρωση. Ήταν τα δύο πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου πιστεύω. Πήγαινα αγγλικά με τη χαρά πως αμέσως μετά θα κατέβαινα τη σκάλα και θα ορμούσα στο υπόγειο εργαστήρι για να συνεχίσω το ‘‘έργο’’ μου στον καμβά μου.
Μετά, έκλεισε :(
Όταν πήγα Γυμνάσιο όμως κατάλαβα πως τα πράγματα δε θα ήταν όπως στο Δημοτικό. Το να είσαι περίεργος, ενώ είσαι μεγαλύτερος, είναι μειονέκτημα και η κοροϊδία είχε φτάσει σε σημείο που δεν αντέχονταν. Δε μπορούσα, δεν άντεχα να κλαίω συνέχεια και συνέχεια επειδή δε με δέχονταν για αυτό που είμαι. Οπότε απλά παράτησα τα χρώματα και τα χαρτιά μου για να βρω φίλους.
Δεν έπιανα μολύβι στα χέρια μου. Τα χρώματά μου ήταν κάπου σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης-ιδέα δεν είχα πού. Τα φύλλα απλά ήταν μέσα στο κουτί, το οποίο μόνο αράχνες δεν είχε πιάσει.
Άρχισα να ζωγραφίζω λίγο ξανά στην Τρίτη Γυμνασίου, αλλά τίποτα ιδιαίτερο. Μόνο ένα-δύο άνιμε θυμάμαι ότι έφτιαξα συμπαθητικά καλά κάπου στο Μάρτιο της Α’ Λυκείου. Μέχρι το καλοκαίρι της Α’ Λυκείου για Β’ που λόγκαρα στο HarryWorld.
Μέχρι που με άφησε άναυδη το ταλέντο του Θάνου στις προσωπογραφίες και της Μαρίας στα κτήρια.
Μέχρι που κατάλαβα τι έχανα.
Στην αρχή ήταν δύσκολο. Ένιωθα το μολύβι βαρύ στο χέρι μου. Είχα ξεσυνηθίσει. Δεν έβρισκα τα 4Β μου-τα είχα πετάξει. Είχα όμως φύλλα και ξυλομπογιές.
Πήρε καιρό να ξαναβρώ ένα ρυθμό. Ξεκίνησε με χαζό anime fan art του Harry Potter. Μετά, συζήτησα με το Θάνο και θυμήθηκα πόσο αγαπούσα να ζωγραφίζω στο εργαστήρι με μολύβι μόνο συνθέσεις. Ξεκίνησα λοιπόν και έκανα ένα έργο της Frances. Έκανα κάποια anime, οι προσπάθειες να γίνω καλύτερη γίνονταν εντονότερες.
Έφτιαξα και άλλες ζωγραφιές της Frances. Και εντελώς ξαφνικά, λόγω του Harry Potter, λόγω αυτής της ταινίας που τελειώνει, σηματοδοτώντας το τέλος μίας ολόκληρης επικής εποχής για εμένα, ξεκίνησα και το fan art. Στην αρχή ήταν μόνο για Harry Potter, αλλά πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις: Vampire Academy, The Mortal Instruments/The Infernal Devices, Hunger Games, The Caster Chronicles.
Και οκέι, ξέρω ότι παρότι παραπονιέμαι που καταστράφηκε ένα όνειρο ζωής μιας και δε θα μπω ποτέ σε καλών τεχνών-γιατί ποιος θα πλήρωνε για να γίνει το παιδί του καλλιτέχνις;- ξέρω ότι θέλω πολύ δουλειά ακόμα.
Και μισώ τον τότε εαυτό μου, αυτό το υπερφίαλο, άβουλο ον που σταμάτησε να γεμίζει χαρτιά με πινελιές και χρώμα.
Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. :| Ώρες-ώρες είμαι τόσο ηλίθια -.-’

Όλες μου τις ζωγραφιές θα τις βρείτε στην gallery μου στο deviantART: http://lunalove2.deviantart.com/gallery/

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Colore Grigio


Τα χρώματα έχουν φύγει. Δεν υπάρχουν πια. Μόνο γκρι, μαύρο, άσπρο. Οι αποχρώσεις του γκρι ποικίλουν αναλόγως με το χρώμα που αντικαθιστούσαν παλιά. Το μπροντό έχει γίνει ένα γκρι πολύ σκοτεινό, σχεδόν μαύρο, αλλά όχι ακριβώς μαύρο, ενώ το απαλό παιδικό γαλάζιο του ουρανού έχει γίνει ένα ανοιχτόχρωμο γκρι, που θυμίζει τα σύννεφα που έχουν μόνο λίγο νερό μέσα τους. Το άσπρο έμεινε άσπρο και το μαύρο μαύρο. Τουλάχιστον αυτό είναι κάτι που έμεινε σταθερό.
Δεν καταλαβαίνει πού πήγαν τα χρώματα. Δεν καταλαβαίνει ποιος τα πήρε. Δεν μπορεί να δει όμως τίποτα πέρα από αυτά τα τρία μονότονα, ανιαρά χρώματα.
Η ζωή, όπως και τα χρώματα, έχει επίσης εξαφανιστεί. Σχολείο, διάβασμα, φροντιστήριο, διάβασμα, διάβασμα, φαγητό, ύπνος, διάβασμα, σχολείο και ούτω κάθε εξής. Οι ήχοι σταμάτησαν επίσης να έχουν αυτή την ξεχωριστή μαγεία που είχαν, τα τραγούδια που με τόσο αγάπη άκουγε έχουν χάσει πια το νόημά τους, οι στίχοι μπερδεύονται μέσα στο μυαλό της και έχουν πάψει να σημαίνουν αυτό το κάτι ιδιαίτερο, αυτό το κάτι που καθιστούσε το εκάστοτε τραγούδι ξεχωριστό.
Μα αυτό που την τρομάζει πιο πολύ είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Δε μπορεί πια να φανταστεί. Δε μπορεί να εκφραστεί. Για εκείνη, ο φανταστικός της κόσμος ήταν τα πάντα. Μικρή κλείνονταν στη ντουλάπα και μίλαγε με το φανταστικό της φίλο για τη μέρα της. Ζωγράφιζε, μέχρι να χαθούν τα χρώματα και κάθε ζωγραφιά είχε τη δική της ξεχωριστή ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Υπήρχε χρώμα στη φαντασία της, ήταν ένα μέρος γεμάτο με αυτά που αγαπούσε, τη μουσική της, τα φανταστικά πλάσματα που παίρνουν σχήμα με ένα μολύβι και χρώμα με μια ξυλομπογιά και όλες μα όλες αυτές τις φανταστικές ιστορίες της ίσως εναλλακτικής πραγματικότητας, τις ιστορίες που άλλοι θα νόμιζαν ονειροπόλημα. Δεν κρύβονταν επίτηδες σε εκείνο τον κόσμο. Δεν προσπαθούσε πάντα να αποφύγει τη στυγνή πραγματικότητα. Απλά ήταν ο χαρακτήρας της ονειροπόλος.
Αλλά έφυγε και αυτό. Ήταν σα να χάθηκε η φαντασία της. Τα όνειρά της έφυγαν. Σα να πέθανε ένα μεγάλο μέρος του εαυτού της, ένα μέρος που καθόριζε πια πραγματικά ήταν αυτή, που την έκανε αυτό που ήταν, που ήταν ίσως ο πυρήνας, το πιο κύριο συστατικό του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της. Δεν ήταν πια εκείνη. Ήταν μία άλλη, ίσως.
Γιατί; Αυτό το ερώτημα έκαιγε το μυαλό της. Πού πήγε εκείνο το ξεχωριστό εσωτερικό της στοιχείο, αυτή η φλόγα που την έκανε αυτή που ήταν;
Δε μπορούσε να βρει απάντηση.
Όλα τόσο μπερδεμένα.
Όλα τόσο μπερδεμένα.
Σαν ένα κουβάρι από κλωστές.
Δε θυμάται ούτε το σήμερα, ούτε το χθες.
Είναι μία ξένη
Που κατοικεί
Στο σώμα το δικό της
Δεν αναγνωρίζει
Τον εαυτό της
Δε μπορεί να ονειρευτεί
Δε μπορεί να φανταστεί
Δε μπορεί να ελπίσει
Πού πήγαν αυτά τα ανόητα χρώματα;
Ανόητα χρώματα
Γυρίστε πίσω

Βρήκε μία κοπέλα μία μέρα. Είχε… είχε χρώμα. Χρώμα στα μαλλιά, στα ρούχα, στα μάτια. Ήταν ένα κινητό ουράνιο τόξο.
‘‘Γιατί έχεις χρώμα…;’’ ρώτησε με ζήλια.
Ήθελε και εκείνη το χρώμα. Το ήθελε. Μισούσε το γκρι.
‘‘Γιατί δεν τους άφησα να κάνουν αυτό που έκαναν σε εσένα’’
‘‘Τι έκαναν σε εμένα;’’
‘‘Σε πίεσαν και σου πήραν τα όνειρα. Στα έκλεψαν. Ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδες, είναι ένας άνθρωπος χωρίς χρώμα.’’
‘‘Ποιοι τα έκλεψαν;’’
‘‘Αυτοί. Οι μεγάλοι. Αυτοί που δε νοιάζονται για τίποτα παρά μόνο για τον εαυτό τους.’’
‘‘Μα γιατί;’’
‘‘Γιατί έχασαν τα δικά τους χρώματα καιρό πριν. Πούλησαν τα όνειρά τους για ένα τίποτα. Και τώρα παίρνουν και τα δικά μας χρώματα.’’
‘‘Αυτό είναι άδικο.’’
‘‘Είναι. Θέλουν να μας κάνουν να πονέσουμε, όπως πόνεσαν και εκείνοι. Θέλουν να μας δώσουν τα δικά τους όνειρα για να ευχαριστηθούν εκείνοι. Θέλουν ό,τι εμείς δε θέλουμε. Θέλουν να μας πάρουν τα πάντα’’
‘‘Δε μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;’’
‘‘… Όχι. Όχι τελείως. Μπορείς όμως να προσπαθήσεις να πάρεις τα όνειρά σου.’’
‘‘Αλήθεια;’’
‘‘Απλά προσπάθησε να ζωγραφίσεις ξανά. Ίσως όλα να γίνουν καλύτερα έτσι.’’
‘‘Ίσως.’’
‘‘Ζωγράφισε χαμόγελα. Ζωγράφισε ήλιους. Ζωγράφισε την ελπίδα. Πρέπει να μεταδώσουμε την ελπίδα.’’
‘‘Την ελπίδα για τι;’’
‘‘Για ένα καλύτερο όνειρο, για ένα καλύτερο αύριο. Για ένα αύριο με χρώμα’’


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Aoi Hana


«Σέλεστ;».
Η Πόιζον ήταν πάνω από το θρανίο της Σέλεστ και την κοιτούσε πολύ ανήσυχα με τα κόκκινα φρύδια της ενωμένα σε μία γραμμή ανησυχίας. Πολλοί συμμαθητές της ήταν τριγύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι, ενώ μερικοί που την ήξεραν λίγο καλύτερα, ανήσυχοι. Οι δίδυμοι Σκαμάντερ ήταν ακόμα πιο ανήσυχοι από την Πόιζον. Ο Λύσανδρος είχε κάτσε δίπλα στη Σέλεστ και την κοίταγε αγχωμένος, ενώ ο Λόρκαν ήταν καθισμένος στο θρανίο. Η Σέλεστ ήταν λαχανιασμένη, σα να είχε τρέξει πολλά χιλιόμετρα σε πέντε λεπτά και ένιωθε τις παλάμες της ζεστές και υγρές από τον ιδρώτα ενώ ένιωθε μερικές τούφες από τα λιτά μαλλιά της να κολλάνε στο σβέρκο της. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως τα μάτια της όταν κοίταξε την Πόιζον ήταν γαλάζια αλλά δεν την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή.
Η έκφραση της Πόιζον από ανησυχία μετατράπηκε σε κάτι ενδιάμεσο της έκπληξης και του τρόμου. «Σέλεστ… είσαι καλά;»,τη ρώτησε η καθηγήτρια των Φίλτρων.
Η Σέλεστ ένιωσε ένα ελαφρύ πόνο στα μάτια και κατάλαβε πως έγιναν πάλι μελί. «Όχι. Κυρία Πόιζον, μπορώ να πάω στο αναρρωτήριο;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Ναι, Θορν. Θα έρθω μετά το μάθημα να δω πως είσαι.»,είπε η Πόιζον και έφυγε από το θρανίο της Σέλεστ. «Όλοι στα θρανία σας παιδιά. Έχουμε και ένα φίλτρο να φτιάξουμε.».
«Καλή ανάρρωση Σέλεστ.»,είπε ο Λόρκαν και η Σέλεστ, παίρνοντας βιαστικά την τσάντα της μαζί της, βγήκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την ψυχρή αίθουσα των Φίλτρων.
Δεν είχε κάνει πολλά βήματα όταν ακούμπησε στον τοίχο σχεδόν κουρασμένη και ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Δεν ήταν η απειλή που υπήρχε περίπτωση να έρθει στο Χόγκουαρτς. Ούτε το γεγονός πως υπήρχαν στο σχολείο της χρήστες ‘‘Σιωπηλής Μαγείας’’ που δεν ήξερε καν τι είναι. Στην πραγματικότητα, δεν τα ‘χε σκεφτεί καν αυτά από τη στιγμή που το όραμά της τελείωσε. Δεν την ένοιαζαν καθόλου. Το μόνο που τριγύριζε στο κεφάλι της, αυτό που την έκανε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή να τρέμει σύγκορμη και να νιώθει τη γη να κουνιέται κάτω από τα πόδια της, ήταν το ονοματεπώνυμό της. Ορόρα Ουάν. Ουάν. Ουάν. Πριν δεκάξι περίπου χρόνια η Σελέν Ουάν, είκοσι ενός χρόνων παντρεύτηκε τον Τσάρλι Θορν και κάμποσους μήνες αργότερα γεννήθηκε ένα υγιές μωρό. Η Σέλεστ Θορν.

*   *   *

«Μαμά; Ήρθαμε!»,ήταν οι πρώτες κουβέντες της Σέλεστ.
Είχε ανοίξει την πόρτα και η γνώριμη ελαφριά μυρωδιά από ψημένα κουλουράκια εισέβαλε στη μύτη της. Στο χολ του σπιτιού τους βρήκε τον καλόγερο με τα μπουφάν, τις ομπρέλες και τα παλτό της οικογένειας και κάποιες κινούμενες φωτογραφίες από το γάμο των γονιών της. Πίσω της ερχόταν ο Τόμας, ουσιαστική κρυμμένος μέσα σε ένα τεράστιο παλτό και τυλιγμένος με το χρυσοκόκκινο κασκόλ του Γκρίφιντορ.
«Σέλεστ!».
Σαν αστραπή, μία μικρή φιγούρα έπεσε γρήγορα πάνω της και την αγκάλιασε. Πρόλαβε να δει μία μάζα από σγουρά μαύρα μαλλιά, όταν ο Κρις έπεσε πάνω της.
«Μου έλειψες τόσο πολύ Σέλεστ!»,είπε ο Κρις.
Ο Κρις Θορν ήταν εννιά χρονών και είχε τα ίδια περίπου γκρίζα μάτια με τον Τόμας.
«Τόμας!»,συνέχισε ο Κρις ακάθεκτος και όρμισε στο μεγαλύτερο αδερφό του που μόλις είχε μπει γεμάτος νιφάδες χιονιού στο σπίτι. Τον αγκάλιασε και εκείνον και ο Τόμας του ανακάτωσε τα μαλλιά.
«Καλώς ήρθατε παιδιά.»,ακούστηκε μία γνώριμη και ελαφρώς κουρασμένη φωνή.
Η Σέλεστ γύρισε. Η Σελέν Θορν είχε τα μαύρα ίσια μαλλιά της πιασμένα κότσο και τα γκρίζα μάτια της ήταν πίσω από τα μπλε γυαλιά της. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει πάρα πολύ από το Σεπτέμβριο και γενικότερα η Σέλεστ συνειδητοποίησε πως η μητέρα της ήταν κουρασμένη.
Η Σέλεστ αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα της. Της είχε λείψει.
«Γεια μαμά. Πες μου πως δεν πας στο Υπουργείο σε αυτή την κατάσταση.»,είπε η Σέλεστ.
Η μητέρα της χαμογέλασε. Όλοι ήξεραν πως ήταν μανιακή με τη δουλειά της και δεν ήθελα να χάνει μέρα. «Όχι, άφησα κάποιον άλλον στο πόστο μου.».
«Ευχαριστώ που βοηθάτε με τις αποσκευές παιδιά.»,είπε ο πατέρας τους που μπήκε μέσα εκείνη τη στιγμή.
Στο ένα χέρι κράταγε το καλάθι με τον γάτο της Σέλεστ και το κλουβί με την κουκουβάγια του Τόμας ενώ στο άλλο κράταγε το ραβδί του, το οποίο κρατούσε υπερυψωμένα μαγικά τα μπαούλα των παιδιών. Στις καστανόξανθες μπούκλες του υπήρχαν νιφάδες χιονιού και παρότι αυτό που είπε ακούστηκε σαν παράπονο, τα μάτια του που είχαν μία ανοιχτή απόχρωση μελιού γελούσαν.
«Τσάρλι άσε τα παιδιά ήσυχα!»διαμαρτυρήθηκε η Σελέν. «Τόμας, Σέλεστ, το δείπνο είναι σχεδόν έτοιμο. Πηγαίνετε να κάνετε μπάνιο και να αλλάξετε και ελάτε για φαγητό.».

«Κρις, είναι ώρα για ύπνο γλυκέ μου.»,είπε η Σελέν.
Η οικογένεια Θορν κάθονταν στο σαλόνι του σπιτιού. Το τζάκι ήταν αναμμένο. Κάτι κάδρα ζωγραφικής κρέμονταν στους τοίχους στο χρώμα της ώχρας και κινούνταν φυσικά, όπως όλα τα μαγικά κάδρα. Η Σελέν διάβαζε ένα βιβλίο και κουνούσε αφηρημένα το ραβδί της για να κάνει δύο βελόνες πλεξίματος να κινηθούν, πλέκοντας ένα άσπρο κασκόλ. Ο Τσάρλι Θορν είχε στήσει μία παρτίδα μαγικού σκακιού με τη Σέλεστ, ενώ ο Κρις κάθονταν και άκουγε μαγεμένος τις περιπέτειες του Τόμας στο σχολείο.
«Έλα μαμά! Ακόμα δε μου είπα ο Τόμας πώς κατάφερε να ξεφύγει από τον επιστάτη την ώρα που ήταν στον απαγορευμένο όροφο με τον Τίμοθι!»,διαμαρτυρήθηκε ο Κρις.
«Κρις, ο  Τόμας απλά τα φαντάζεται όλα αυτά.»,είπε η Σέλεστ με πειρακτικό τόνο. «Είναι ο μόνος Γκρίφιντορ που δεν έχει τα κότσια να αντιμετωπίσει ένα Μπόγκαρτ χωρίς τη βοήθεια της αδερφής του, θα τριγυρνά στους απαγορευμένους διαδρόμους;».
Ο Τόμας έριξε μία σκοτεινή ματιά στην αδερφή του. «Μάθε πρώτα να μεταμορφώνεις το βάζο σε πιάτο και μετά μίλα.».
Η Σέλεστ ήταν έτοιμη να απαντήσει αλλά επενέβη ο Τσάρλι. «Παιδιά, να τσακώνεστε στο Χόγκουαρτς. Κρις, η ώρα είναι δώδεκα και μισή. Ο Τόμας θα είναι εδώ και αύριο. Πήγαινε για ύπνο.».
Ο Κρις μούτρωσε. «Καλά.»,είπε και καληνύχτισε τους γονείς και τα αδέρφια του.
«Μπαμπά, μπορούμε να παίξουμε μαζί σκάκι τώρα;»,ρώτησε ο Τόμας, πιο πολύ κοιτάζοντας τη Σέλεστ, παρά τον πατέρα του. «Θέλω να μπω στη Λέσχη Μαγικού Σκακιού του Γκρίφιντορ και θέλω εξάσκηση για αυτό.».
Η Σέλεστ χαμογέλασε στον αδερφό της και σηκώθηκε από την καρέκλα για να τον αφήσει να πάρει τη θέση της, αντιμέτωπος με τον πατέρα τους. Η Σέλεστ καθώς δεν είχε κάτι να κάνει και δεν νύσταζε, πήρε ένα μπλοκ σχεδίου, μία πένα και μελάνι για να ζωγραφίσει. Έκλεισε τα μάτια και το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό ήταν το πρόσωπο μία γυναίκας. Η Ορόρα Ουάν. Άνοιξε τα μάτια και πλέον βρίσκονταν στον κόσμο της και ίσα που άκουγε το τρίξιμο της πένας που ακουμπά το λεπτό φύλλο χαρτιού ή τον ήχο από τα ξύλα που καίγονταν. Όταν τελείωσε και άφησε την πένα κάτω, τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα μελάνι. Αλλά δεν την ένοιαζε. Μπροστά της είχε ένα σκίτσο που έμοιαζε υπερβολικά πολύ με την Ορόρα Ουάν. Ευτυχώς που ήξερε να ζωγραφίζει. Η Ορόρα χαμογελούσε όπως χαμογελούσε πάντα στα οράματα της. Με αυτοπεποίθηση και ελαφριά ειρωνεία ενώ το βλέμμα της ήταν παγερό και αλαζονικό.
«Μαμά;»,ρώτησε η Σέλεστ. Η μητέρα της ήταν χαμένη στα βάθη του βιβλίου της.
«Ναι καλή μου;»,ρώτησε αφηρημένα η Σελέν.
«Άσε λίγο το βιβλίο. Σε παρακαλώ. Είναι σημαντικό.»,είπε η Σέλεστ παρακλητικά.
Η Σελέν δε μπορούσε να αγνοήσει το σοβαρό τόνο στη φωνή της κόρης της. Άλλωστε είχε δει το βλέμμα της Σέλεστ νωρίτερα. Ήταν τόσο σοβαρό, σα να είχε ωριμάσει πριν την ώρα της και φαινόταν να την απασχολεί έντονα κάτι. Άφησε το βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα της και σταμάτησε το πλέξιμο με ένα κούνημα του ραβδιού της. «Σε ακούω Σέλεστ.»,είπε η Σελέν.
Η Σέλεστ πήγε δίπλα στη μητέρα της και έκατσε στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Μαμά, ξέρεις ποια είναι αυτή;»,ρώτησε και έδειξε στη μητέρα της τη σελίδα του μπλοκ όπου βρίσκονταν η Ορόρα Ουάν.
Η Σελέν στην αρχή κοίταγε με περιέργεια τη ζωγραφιά. Κάτι της φαινόταν ιδιαίτερα γνωστό και απίστευτα οικείο. Μετά, πήρε απότομα το μπλοκ από τα χέρια της κόρης της και τα μάτια της μεγάλωσαν από την έκπληξη. Οι γραμμές του προσώπου της εικονιζόμενης γυναίκας, λίγα χρόνια μικρότερή της ήταν τόσο γνωστές. Η καρδιά της Σελέν άρχισε να χτυπά δυνατά και τότε συνειδητοποίησε τα πάντα. Ήταν σαν να έβλεπε τη γυναίκα μπροστά της. Τα μαλλιά της είχαν ένα γνώριμο ξανθό ανοιχτό χρώμα και ακούμπαγαν τους ώμους, τα μάτια της είχαν το χρώμα του μελιού, το δέρμα της ήταν κατάλευκο. Ήταν μία γυναίκα που ήταν  μαζί της σχεδόν δεκαεννέα χρόνια στο σύνολο. Η Ορόρα, σκέφτηκε η Σελέν και ένιωσε ένα δάκρυ να κυλά ασυναίσθητα στο μάγουλό της.
«Έλα, Σέλεστ.»,είπε η Σελέν σχεδόν ψιθυριστά.
«Να έρθω πού;»,ρώτησε με απορία η Σέλεστ καθώς είδε τη μητέρα της να σηκώνεται από την πολυθρόνα.
«Στη σοφίτα. Έχω κάτι να σου δείξω.»,είπε η Σελέν. «Και μία ιστορία να σου πω.».

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

True Colors

Ναι, οκέι, το έχω ξαναμελετήσει το θέμα, αλλά είναι πρόσφατο και θα ήθελα να ξαναμιλήσω για αυτό, μιας και μου έχει έρθει ως ιδέα για τη συμμετοχή μου σε ένα Πανελλήνιο Διαγωνισμό Συγγραφής Διηγήματος. Plus, έχω πωρωθεί με το gLee, άκουσα ένα τραγούδι και το χρησιμοποιώ. Και τέλος, ήταν μέρος μία από τις πολλές συζητήσεις με ένα άτομο αρκετά σημαντικό.
Πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε περάσει αυτή τη φάση. Τη φάση που γινόμαστε άλλοι. Υποχείρια μίας μόδας, μίας παρέας, υποχείρια μίας "δύναμης" ανώτερη ίσως. Προσωπικά, τρία χρόνια στο Γυμνάσιο, δεν ήμουν εγώ. Τουλάχιστον εγώ όπως είμαι τώρα.
Προσπαθούσα να γίνω μία άλλη. Προσπαθούσα να ντυθώ αλλιώς, όπως οι συμμαθήτριές μου, να ακούω άλλη μουσική, δεν διάβαζα τόσα εξωσχολικά, ούτε που ζωγράφιζα. Και αυτά για να γίνω αρεστή. Είχα βαρεθεί τη μοναξιά και είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εαυτός μου, η προσωπικότητά μου είναι βαρετή και αποθητική, οπότε έπρεπε, αφού δεν μπορούσα να αλλάξω το μέσα, όχι τελείως τουλάχιστον, να αλλάξω το έξω για να αποκτήσω φίλους.
Ούτε και τότε το κατάφερα. Γιατί όπως είπα, το μέσα δεν αλλάζει. Το υποστηρίζει και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του. Η φύσις του ανθρώπου, τα ελλατώματα και τα πλεονεκτήματά του, μπορούν να καλλιεργηθούν και να βελτιωθούν, να γίνει λίγο καλύτερος ή χειρότερος, αναλόγως με τις συνθήκες, αλλά η ουσία, αυτό το κεντρικό, δεν αλλάζει. Η φύσις μένει ίδια. Είναι σαν να είναι ο χαρακτήρας μας ένα τετράγωνο. Οι γωνίες του ίσως, αναλόγως με τα βιώματα και τις εμπειρίες θα μπορούσαν να γίνουν πιο στρογγυλές, ή να κοπούν και να καταλήξει να είναι ένα παράξενο στρογγυλεμένο τετράγωνο ή ένα πρωτότυπο άνισο πολύγωνο, αλλά ωστόσο, δε θα έπαυε να έχει την τετραγωνισμένη του μορφή. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με κάθε χαρακτήρα, με κάθε σχήμα. Τέλος πάντων, προφανέστατα, ο μη normal χαρατκήρας μου δεν προσελκύει και πολύ κόσμο.
Έχει να κάνει κατά κύριο λόγο πως είμαι, όπως και πολλοί άλλοι, διαφορετική. Δε ζούμε όλοι μας στον εικονικό κόσμο, σε αυτόν που ζούσαν-και ζουν- οι συμμαθητές μου. Ζούμε ίσως σε μία δική μας σφαίρα, με σύννεφα ίσως, μερικοί τη λένε και Ουτοπία. Είναι η σφαίρα των ελαφρώς διαφορετικών ανθρώπων. Αυτών που ερωτεύονταο χαρακτήρες βιβλίων και κλαίνε όταν πεθαίνει ο αγαπημένος τους χαρακτήρας βιβλίου και ζωγραφίζουν κεραυνούς στο κεφάλι τους όταν πάνε σε ΧαριΠοτερική πρεμιέρα και γράφουν fan fictions και ποιήματα και ζωγραφίζουν και τραγουδούν και δεν ντύνονται συχνά σύμφωνα με τη μόδα.
Αλλά το θέμα είναι πως κανείς σε αυτή τη σφαίρα. Υπάρχουν κι άλλοι. Και άλλοι που ονειρεύονται, και άλλοι που γελάνε με μία αστεία ατάκα ενός συγγραφέα και άλλοι που ανατριχιάζουν με ένα ποιήμα και άλλοι που διαβάζουν Ντοστογέφσκι και αναθεωρούν απόψεις. Κανείς δεν είναι μόνος. Γιατί όπως είπε και η Quinn, υπάρχουν άτομα που θα σε δεχτούν.
Ποιο το νόημα να προσπαθείς να ταιριάξεις με μία μάζα άχρωμη και άοσμη και και και; Απλά δεν είσαι σαν αυτούς. Πολλοί δεν είναι σαν αυτούς. Παρότι όλοι μας είμαστε προσωπικότητες ξεχωριστές, και μάλιστα μερικοί υπερβολικά ενδιαφέροντες, λίγοι έχουν το κουράγιο να βγουν έξω και να το δείξουν. Συνήθως γίνονται θύματα πειραγμάτων. Αλλά δεν έχει σημασία.
Γιατί να έχει; Έχουμε αποδεχτεί τον εαυτό μας όταν το κάνουμε αυτό. Έχουμε δεχτεί το γεγονός πως, ναι, έτσι είμαστε. Και για αυτό νιώθουμε καλύτερα. Γιατί, όπως είπε ο Μπουσκάλια, δε μπορούμε να γίνουμε μπανάνες, που τις τρώνε οι περισσότεροι, όταν είμαστε ροδάκινα. Είναι τρομερό χάσιμο ενέργειας να προσπαθείς να είσαι μπανάνα. Καλύτερα να είσαι ροδάκινο και κάποια στιγμή, κάπως, θα βρεθεί ένα άτομο, και μετά κι άλλο κι άλλο που θα σε δεχτεί έτσι, επειδή είσαι ένα ροδάκινο και θα αγαπηθείς για αυτό το λόγο: επειδή είσαι ροδάκινο και όχι μία ψεύτικη μπανάνα.
Πίστευα ότι ίσως είναι λίγο δύσκολο να βρεις αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς που θα σε αγαπήσουν επειδή είσαι ένα ροδάκινο, αυτούς που δε θα κοιτάξουν αν το τζιν σου είναι Diesel και η μπλούζα σου WESC και τα παπούτσια σου All Star. Αυτούς τους ανθρώπους που θα κοιτάξουν αυτό που είναι μέσα. Αυτό που είναι μέσα, που είναι το πιο σημαντικό, όπως είχε πει και η Αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα. Mais les yeux sont aveugles. Il faut chercher avec le cœur. Αλλά τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να ψάχνουμε με την καρδιά. Δυστυχώς, λίγα είναι τα άτομα που ψάχνουν με την καρδιά. Οι περισσότεροι, ψάχνωντας με τα μάτια, γίνονται τυφλοί και χάνουν το πιο ουσιώδες.
Ωστόσο, έχω βρεί ανθρώπους που κοιτάνε αυτό, το πιο ουσιώδες, αυτό που είναι αόρατο για τα μάτια. Και πραγματικά, σε αποδέχονται για όλα όσα έχεις. Για τα πάντα. Μπορείς να τους πεις τα πάντα και να μη σε παρεξηγήσουν. Σε δέχονται επειδή είσαι αυτό που είσαι. Επειδή είσαι ένα onigiri μέσα σε ένα καλάθι με φρούτα. Επειδή μπορούν να ξεχωρίσουν το ουέμπόσι σου, παρότι είναι κρυμμένο πίσω στην πλάτη σου. Επειδή είσαι εσύ...
Θέλω να ευχαριστίσω αυτούς τους ανθρώπους που υπάρχουν, πραγματικά :) Ευχαριστώ Αλεξάνδρα, Κωνσταντίνα, Γιάννα, Γιώργο, Θάνο, Μιχάλη, Σαράντη. :)

Είμαι σίγουρη πως και εσείς οι υπόλοιποι θα έχετε κάποιους ανθρώπους που να σας δέχονται για τον εαυτό σας :)

Voici mon secret. Il est très simple: on ne voit bien qu'avec le cœur. L'essentiel est invisible pour les yeux.



You with the sad eyes
don't be discouraged
oh I realize
it's hard to take courage
in a world full of people
you can lose sight of it all
and the darkness inside you
can make you fell so small

But I see your true colors

shining through
I see your true colors
and that's why I love you
so don't be afraid to let them show
your true colors
true colors are beautiful
like a 
rainbow

Show me a smile then

don't be unhappy, can't remember
when I last saw you laughing
if this world makes you crazy
and you've taken all you can bear
you call me up
because you know I'll be there

And I'll see your true colors

shining through
I see your true colors
and that's why I love you
so don't be afraid to let them show
your true colors
true colors are beautiful
like a
rainbow

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Stolen Dreams.

Τους βαρέθηκα, τους μισώ, τους απεχθάνομαι. Μας έχουν διαλύσει. Δεν προσφέρουν παιδεία, έχουν ένα τίποτα από κράτος και πολιτισμό και απλά τώρα μας καταδικάζουν.
Πώς να εκπληρώσω τα όνειρά μου όταν δε μπορώ να πληρώσω για αυτά; Τα φροντιστήρια κοστίζουν παραπάνω από ένα μέσο μηνιαίο...Αλλά δε σε ενδιαφέρει εσένα κυρία Διαμανατοπούλου, ε; Το παιδί σου λαμβάνει δωρεάν παιδεία παντού και έχεις χεστεί στο χρήμα. Μπορείς να το προσφέρεις ένα μέλλον.
Εγώ τι όνειρα να κλέψω, σε τι μέλλον να πιστέψω...;

Τα βαρέθηκα όλα αυτά.


Σκέφτομαι να κλείσω το μπλογκ. Ή να σταματήσω να κάνω αναρτήσεις. No one reads it anyway...




Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Aoi Hana


Κεφάλαιο Δεύτερο

Το χιόνι του Δεκέμβρη


«Ερέβια; Είσαι καλά;»,ρώτησε η Σέλεστ.
Ήταν η Τρίτη πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων. Η ώρα ήταν εφτά και έπρεπε να πάρουν πρωινό γιατί είχαν μάθημα Φίλτρων τις δύο πρώτες ώρες και δεν έπρεπε να αργήσουν. Ωστόσο, η συνήθως χαρωπή και ενεργητική Ερέβια ήταν στο κρεβάτι και ψήνονταν στον πυρετό.
«Όχι και πολύ.»,είπε η Ερέβια και έβηξε. «Σε πειράζει να πεις στην Πόιζον πως είμαι άρρωστη;».
«Θα της πω. Ίσως να έρθει να ελέγξει αν είσαι καλά και να σε πάει στο αναρρωτήριο.»,είπε η Σέλεστ.
Στη συνέχεια, η Σέλεστ πήγε μία κανάτα και ένα ποτήρι με νερό δίπλα στην Ερέβια και της έδωσε και νέες κομπρέσες. Έβαλε το μανδύα της και πήρε στον ώμο την τσάντα της.
«Θα φύγω εγώ τώρα, εντάξει; Εκτός και αν θες να μείνω μαζί σου…».
Η Ερέβια χαμογέλασε κουρασμένα. «Όχι Σέλι. Πήγαινε. Θα τα πούμε μετά.».
Η Σέλεστ, γεμάτη ανησυχία, έφυγε από τον κοιτώνα της και πήγε στη Μεγάλη Αίθουσα. Έκατσε μαζί με το Λούκας και τον Στέφαν στο τραπέζι του Ράβενκλοου και έφαγε ανήσυχη και σχετικά ανόρεχτη κορν φλέικς με γάλα. Ο Στέφαν δεν είχε αναρρώσει πλήρως από το συμβάν λιποθυμίας του το Νοέμβριο. Ήταν χλωμός, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια από την έλλειψη ύπνου και το διάβασμα. Πλέον ανέβαζε αρκετά συχνά πυρετό. Ο Λούκας φαινόταν να έχει κολλήσει και εκείνος, καθώς συχνά ζαλίζονταν και είχε και εκείνος υψηλούς πυρετούς.
«Εσείς είστε καθόλου καλύτερα;»,ρώτησε η Σέλεστ τα αγόρια.
«Όχι. Και είναι παράξενο.»,είπε ο Λούκας πίνοντας σκεφτικός καφέ. «Αν ήταν κάποια μεταδοτική γρίπη, θα είχε κολλήσει όλο το σχολείο. Τώρα την έχουν μεμονωμένα άτομα.».
«Θα πάω πάλι να ψάξω τα συμπτώματα στη βιβλιοθήκη.»,είπε η Σέλεστ.
«Δεν έχεις ψάξει ήδη έξι φορές;»,ρώτησε ο Στέφαν.
«Ναι. Αλλά ίσως να προσπαθήσω να επισκεφθώ το Απαγορευμένο Τμήμα σήμερα.».
«Θα έρθω μαζί σου τότε.»,είπε ο Στέφαν.
«Εντάξει. Πού θα πάτε τα Χριστούγεννα;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Εγώ θα μείνω εδώ, να κάνω παρέα στην Ερέβια.»,είπε ο Λούκας χαμογελώντας.
«Εγώ θα πάω σπίτι.»,είπε ο Στέφαν ανόρεχτα. «Έρχεται ο Μπεν από το μεταπτυχιακό του στη Βοτανολογία από την Ισπανία φέτος και έτσι πρέπει να είμαστε όλοι μαζί. Επίσης η μαμά λέει πως η Τζούλιετ με αποζητά με αγωνία….».
Η Σέλεστ και ο Λούκας γέλασαν. Η δεκάχρονη αδερφή του Στέφαν, η Τζούλιετ, ήταν ένα γλυκύτατο πλασματάκι με τρελή αδυναμία στους μεγάλους αδερφούς της, τον εικοσιδυάχρονο Μπεν και τον σχεδόν δεκαεξάχρονο Στέφαν.
«Ωχ, η ώρα πήγε σχεδόν οχτώ, πρέπει να την κάνω!»,είπε η Σέλεστ ανήσυχα και έφυγε.
Η Πόιζον, αν και Υπεύθυνη του Ράβενκλοου, δεν δίσταζε να βάζει τιμωρίες σε όσους αργούσαν για το μάθημά της. Η Σέλεστ τρέχοντας, κατευθύνθηκε προς τα σκοτεινά μπουντρούμια του κάστρου. Μπήκε στην αίθουσα Φίλτρων. Ήταν ήδη εκεί μερικοί Γκρίφιντορ, μαζί με τους οποίους είχε συνδιδασκαλία το Ράβενκλοου στα Φίλτρα, και κάμποσοι Ράβενκλοου. Η Σέλεστ ανακουφισμένη που δεν άργησε πολύ, έκατσε στο θρανίο της.
Οι αναθυμιάσεις μέσα στην αίθουσα των Φίλτρων ήταν σχεδόν μόνιμες και η ατμόσφαιρα αποπνικτική, αλλά στη Σέλεστ άρεσε αυτό το μάθημα, παρά τη δυσκολία του και τη σχεδόν εκνευριστική ακρίβεια που χρειάζονταν η τέλεση του κάθε φίλτρου. Και ξαφνικά, η Σέλεστ ήξερε τι θα συμβεί πριν αυτό συμβεί και έτσι έκρυψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα μάτια της από την κοινή θέα.
Ένιωσε το κεφάλι της να ανοίγει, τα μάτια της να καίνε και ήξερε ότι θα έβλεπε πάλι ένα όραμα. Εδώ και ένα περίπου μήνα, έτσι συνέβαινε. Τα μάτια της γίνονταν ένα ανοιχτό γαλάζιο και στο κεφάλι της έρχονταν εικόνες. Το είχε μάθει και η Ερέβια και η Λαβέρνα, αλλά τις είχε παρακαλέσει αν μην πουν τίποτε σε κανέναν…
Η Ορόρα αναστέναξε. Χιόνιζε ελαφρά και εκείνη κάθονταν μόνη της σε ένα παγκάκι. Η ίδια δεν κρύωνε, αλλά βαριόταν να περιμένει. Έβγαλε το ραβδί της, χωρίς να τη νοιάζει αν θα τη δει κάποιος Μαγκλ και άρχισε να δημιουργεί κόκκινο και μαύρο καπνό, ο οποίος έπαιρνε περίεργα σχήματα.
«Καλησπέρα, Ορόρα.»,άκουσε μία φωνή δίπλα της.
«Επιτέλους!»,είπε η Ορόρα και έβαλε μέσα το ραβδί της. Κοίταξε εξεταστικά τη μορφή με την κουκούλα. «Και είναι αφέντρα, για εσένα.»,συμπλήρωσε απαξιωτικά.
Η μορφή έκατσε δίπλα της στο παγκάκι αθόρυβα και με χάρη. «Δε νομίζεις πως αντιγράφεις υπερβολικά πολύ το Βόλντεμορτ;». η φωνή της μορφής ήταν γυναικεία, ευχάριστη και νεανική.
«Ο Άρχοντας του Σκότους ήταν, είναι και θα είναι το πρότυπό μου. Εξάλλου, ποια είσαι εσύ για να κατακρίνεις εμένα, Αναστασία Ρουτ.»,είπε αλαζονικά η Ορόρα.
Σαν σε αντίδραση στο άκουσμα του ονόματός της, η μορφή δίπλα στην Ορόρα κατέβασε με αργές και ήρεμες κινήσεις την κουκούλα της. Ήταν πολύ πιο όμορφη από ότι τη θυμόταν η Ορόρα. Η Αναστασία Ρουτ ήταν γύρω στα είκοσι εφτά. Είχε μακριά μαλλιά στο χρώμα του άχυρου, ή ίσως λίγο πιο σκούρα. Τα μάτια της ήταν ένα πολύ σκούρο πράσινο και το πρόσωπό της είχε λεπτά χαρακτηριστικά που την έκαναν να μοιάζει πολύ μικρότερη από ότι στην πραγματικότητα ήταν.
«Μην παίζεις με εμένα, Ορόρα Ουάν. Ξέρεις πολύ καλά τι μπορώ να κάνω. Και ξέρεις ότι μπορώ να σε καταστρέψω για αυτό που μου έκανες δεκάξι χρόνια πριν.»,είπε η Αναστασία και τα μάτια της έγιναν για ένα λεπτό ένα πολύ ανοιχτό πράσινο, σαν αυτό των φύλλων ενός δέντρου και σήκωσε το δεξί της μανίκι.
Υπήρχε μία τεράστια κακοφορμισμένη ουλή κατά μήκος της κύριας αρτηρίας του χεριού, μέχρι το εσωτερικό του αγκώνα, η οποία ήταν τόσο λευκή που έμοιαζε να λάμπει αμυδρά σε ασημένια απόχρωση.
«Το θυμάσαι αυτό, Ορόρα;»,ρώτησε με μία μικρή δόση υστερίας στη φωνή της η Αναστασία. «Θυμάσαι πόσο αιχμηρή ήταν η λεπίδα που τρύπησε αυτές τις φλέβες;».
Η Ορόρα είχε χλομιάσει. Τα μάτια της Αναστασίας είχαν γίνει ένα ψυχρό πράσινο, ένα πράσινο γεμάτο μίσος και έχθρα και ο αέρας ήταν σαν να χε παγώσει γύρω τους, ενώ η γη άρχισε να τρέμει.
«Μην με ειρωνεύεσαι και μη μου το παίζεις ντίβα του σκοτεινού μαγικού κόσμου.»,είπε η Αναστασία και η γη άρχισε να τρέμει. «Δε σε συμφέρει. Το πρώτο σου πείραμα, εγώ, ήταν τόσο αποτυχημένο, αλλά ταυτόχρονα το πιο δυνατό από όλα. Μην τα βάζεις μαζί μου. Αν θες να κάνω την τόσο σημαντική δουλειά σου, πρέπει να με σέβεσαι.».
«Ποιος να το έλεγε πως το Χάφλπαφ βγάζει πλέον κακούς;»,αναρωτήθηκε η Ορόρα φωναχτά, όταν η γη έπαψε να τρέμει και τα μάτια της Αναστασίας έγιναν κανονικά.
«Ίσως αυτός που είπε σε μια δεκαεννιάχρονη μάγισσα να ξεσκίσει τις φλέβες ενός μικρού εντεκάχρονου κοριτσιού και να τις γεμίσει αστερόσκονη;»,ρώτησε ειρωνικά η Αναστασία.
Η Ορόρα γέλασε. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γινόσουν τόσο ευχάριστη παρέα, Αναστασία.».
Η έκφραση της Αναστασίας παρέμεινε παγωμένη, ούτε που χαμογέλασε. «Τι θες να κάνω για ‘σένα Ορόρα; Με την ανάλογη αμοιβή φυσικά.».
Η Ορόρα έβγαλε από το εσωτερικό του μανδύα της ένα αρκετά μεγάλο, βελούδινο, μπλε σκούρο πουγκί. «Δύο χιλιάδες γαλέρες.»,είπε και το έδωσε στην Αναστασία. «Θέλω να πας στο Χόγκουαρτς για τη θέση καθηγητή Σιωπηλής Μαγείας που βγήκε προχθές στις εφημερίδες. Και να παρακολουθείς τους νέους με τη δύναμη της Σιωπηλής Μαγείας, αλλά κυριότερα…αυτήν.».
Η Ορόρα της έδωσε μία φωτογραφία και η Αναστασία την έφερε κοντά στο πρόσωπό της.
«Είναι η ανιψιά μου. Θέλω να την παρακολουθείς πολύ προσεχτικά. Και αν γίνεται, να μειώσεις όσο πιο πολύ τις δυνάμεις της γίνεται. Και αυτής και των φίλων της. Έχουν γίνει πολλοί δυνατοί.»,είπε η Ορόρα.
«Μάλιστα. Μπέιμπι σίτινγκ λοιπόν.»,είπε η Αναστασία σχεδόν αδιάφορα και έβαλε το πουγκί μέσα στο εσωτερικό του μανδύα της. Μετά, η ματιά της έγινε σκληρή και χαμογέλασε σχεδόν διαβολικά. «Μετά από δέκα χρόνια… Χόγκουαρτς, σου έρχομαι!».
«Σέλεστ;».

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

City of Fallen Angels

Οκ, ίσως να μην ήταν ΤΟ επικό βιβλίο-συνέχεια των τριών που προηγήθηκαν, αλλά μου άρεσε. :)

Η ατάκα που ξεχώρισα και για την οποία κάνω ολόκληρη ανάρτηση;



“That wasn’t fair,” Simon said.
“Maybe,” said Isabelle. “But I watch my brothers give their hearts away and I think, Don’t you know? Hearts are breakable. And I think even when you heal, you’re never what you were before.”

Hearts are breakable 

Hearts are breakable

Hearts are breakable

Hearts are breakable

Hearts are breakable


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Aoi Hana


«Καλημέρα Σέλεστ!»,είπε η Ερέβια χαρούμενα καθώς κούμπωνε το πουκάμισό της.
«Καλημέρα.»,είπε η Σέλεστ. «Τι ώρα είναι;».
«Εννέα παρά είκοσι πέντε.».
«Πφφφ.»,έκανε η Σέλεστ. Μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Μα τα γένια του Μέρλιν, πρέπει να πάω για φαγητό! Έχω υποσχεθεί στον Τόμας να πάμε μαζί στη βιβλιοθήκη για να τον βοηθήσω σε μία εργασία του για τα Μπόγκαρτ!»,είπε, σχεδόν φωνάζοντας η Σέλεστ και πετάχτηκε πάνω αγχωμένη.
Η Ερέβια γέλασε καθώς έβλεπε τη φίλη της να βγάζει γρήγορα από το μπαούλο της ένα άσπρο πουκάμισο και μία γκρι φούστα.
«Ηρέμισε, Σέλι.»,είπε η Ερέβια καθώς η Σέλεστ ντύνονταν βιαστικά. «Ο Τόμας ποτέ δε θα σου κράταγε κακία. Σε λατρεύει υπερβολικά για να το κάνει αυτό.».
«Ναι, καλά.»,είπε η Σέλεστ και φόρεσε την καζάκα της και το μανδύα της. Έβαλε τα παπούτσια της και χτένισε γρήγορα τα μαλλιά της. «Πάμε γρήγορα για φαγητό!»,συνέχισε με επείγοντα τόνο στη φωνή της.
«Καλά, αλλά μην αγχώνεσαι, θα σου πέσουν τα μαλλιά.»,έκανε πλάκα η Ερέβια.
Η Σέλεστ γέλασε, έβαλε τα βιβλία από την τσάντα της και κλήτευσε κάμποσες περγαμηνές, δύο δοχεία με μαύρο μελάνι και τρεις πένες.
«Πάμε να φάμε!»,είπε η Σέλεστ κρεμώντας την τσάντα της στον ώμο της. «Εσύ τι θα κάνεις σήμερα;».
«Κανονίσαμε με το Λούκας να πάμε βόλτα στο πάρκο. Μετά, μάλλον θα βρω τη Λαβέρνα να διαβάσουμε παρέα Ξόρκια. Θα έρθεις και εσύ;».
«Φυσικά! Θα ‘χει πλάκα να κάνουμε στην Λαβέρνα το ξόρκι επιμήκυνσης των δοντιών.»,είπε με σατανικό ύφος η Σέλεστ.
Τα δύο κορίτσια έφτασαν στην τραπεζαρία και έκατσαν στο τραπέζι του κοιτώνα τους. Ο Λούκας δεν ήταν εκεί, μάλλον θα κοιμόταν ακόμα και ο Στέφαν δεν είχε βγει ακόμα από το αναρρωτήριο. Η Σέλεστ έβαλε γάλα σε μία κούπα και άρπαξε τρεις φρυγανιές και τις άλειψε με μέλι.
«Σέλεστ, ηρέμησε. Ο Τόμας δε θα σε σκοτώσει αν καθυστερήσεις ένα τέταρτο. Βάζω στοίχημα πως μπορεί ο ίδιος να μην έχει κατέβει ακόμα για πρωινό.»,είπε η Ερέβια.
Η Σέλεστ αυτή τη φορά άκουσε τα λόγια της φίλης της και σάρωσε με τα μάτια της προσεχτικά το τραπέζι του Γκρίφιντορ που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι. Εντόπισε τον τριτοετή με τα καστανόξανθα, σγουρά, ατημέλητα μαλλιά και τα γκρίζα μάτια που έψαχνε. Ο Τόμας Σεμπάστιαν Θορν ήταν ο δεκατριάχρονος αδελφός της.
«Ακόμα τρώει.»,σχολίασε η Σέλεστ.
Ο Τόμας καθόταν με τον καλύτερό του φίλο, Τίμοθι Ρόμπινσον και γελάγανε τρώγοντας. Η Ερέβια έβαλε ήρεμα τσάι σε μία κούπα και πρόσθεσε μία κουταλιά μέλι.
«Είδες που ανησυχούσες; Ίσως κιόλας να ‘χει ξεχάσει πως πρέπει να τον βοηθήσεις.»,είπε η Ερέβια παίρνοντας ένα κομμάτι κέικ από μία πιατέλα δίπλα της.
«Πιθανότατα ναι. Ώρες-ώρες, είναι σαν να ξέρεις τον Τόμας περισσότερο από εμένα.».
Ακούστηκε ένα κρώξιμο από ψηλά. Μετά πολλά κρωξίματα μαζί. Και ένα τσούρμο κουκουβάγιες, όλων των χρωμάτων και διαφόρων μεγεθών εισέβαλλαν μέσα στην τραπεζαρία. Έσταζαν λίγο, καθώς έξω ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ψιχάλιζε. Η μαύρη κουκουβάγια της Ερέβια, η Σολφέζ, προσγειώθηκε στο τραπέζι, με ένα γράμμα δεμένο στο πόδι της. Η Ερέβια πήρε το γράμμα και η Σολφέζ τσίμπησε λίγο από το κέικ της ιδιοκτήτριάς της, πριν φύγει.
«Α, κοίτα, έρχεται η Ολίβια!»,είπε η Ερέβια ξαφνιασμένη.
Η Ολίβια ήταν η γκρι οικογενειακή κουκουβάγια της Σέλεστ, που ερχόταν σχεδόν δύο φορές το μήνα στο Χόγκουαρτς. Η κουκουβάγια προσγειώθηκε μπροστά στη Σέλεστ. Η Σέλεστ τη χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και της έδωσε ένα κομμάτι φρυγανιά. Έπειτα, έλυσε το γράμμα από το πόδι της, και η Ολίβια πέταξε μακριά.
Η Σέλεστ άνοιξε το γράμμα. Ήταν από τον πατέρα της, τον Τσαρλς Άντονι Θορν, κοντολογίς Τσάρλι για τους φίλους του.

16 Νοεμβρίου 2020
Αγαπημένη μου Σέλεστ,
Τι κάνεις; Ελπίσω τα μαθήματα να μην είναι υπερβολικά και να τα πηγαίνεις καλά. Ο Τόμας πώς τα πηγαίνει; Να τον προσέχεις.
Τώρα, στο θέμα μας. Λυπάμαι που στο ανακοινώνω, αλλά δεν μπορείς να παραμείνεις στο  Χόγκουαρτς φέτος. Ξέρω ότι έτσι σου χαλάμε τις διακοπές με τις φίλες σου, αλλά το μωρό θα γεννηθεί μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων και θέλουμε να είσαι εδώ. Ο Κρις ανυπομονεί να σας δει, θέλει να του κάνετε κόλπα με τα ραβδιά σας.(αν και δεν πρόκειται να σας αφήσω!). Σκοπεύουμε και να αγοράσουμε καινούριο δέντρο και θα έρθει και ο θείος Έρικ με την οικογένειά του την Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Είμαι σίγουρος ότι θα περάσεις καλά ή έστω ικανοποιητικά έτσι ώστε να μη μας παραλύσεις και μας δέσεις στο δέντρο την Παραμονή.
Κοίτα να προσέχεις μην κρυώσεις τώρα που έρχεται ο Δεκέμβρης γλυκιά μου. Λείπεις πολύ στη μαμά. Σου στέλνει πολλά φιλιά και ελπίζει να μη θύμωσες που πρέπει να έρθεις εδώ και να είσαι καλά. Ο Κρις σου στέλνει την αγάπη του και το μωρό κλωτσάει πολύ από την κοιλιά της μαμάς,
Τα λέμε γλυκιά μου!
Φιλιά,
Ο μπαμπάς σου.

«Πωπω!»,είπε η Σέλεστ σιγανά και τύλιξε το γράμμα πάλι σε ρολό.
«Τι έγινε, Σέλεστ;»,ρώτησε η Ερέβια τρώγοντας κέικ.
«Πρέπει να πάω σπίτι φέτος τα Χριστούγεννα.»,είπε η Σέλεστ κάνοντας μία ξινισμένη γκριμάτσα. «Τέλος πάντων, δεν πειράζει, είναι για το καλό της μπέμπας.».
«Πού ξέρεις πως θα είναι μπέμπα; Νόμιζα πως ο γιατρός στον Άγιο Μάνγκο δεν είχε πει τι φύλο είναι.».
«Δεν είπε. Αλλά εγώ το ξέρω.»,είπε η Σέλεστ και τελείωσε το πρωινό της.

«Άρα τα Μπόγκαρτ με το ‘‘Ρεντίκολο’’ απωθούνται;»,ρώτησε ο Τόμας ψιθυριστά.
Κάθονταν με τη Σέλεστ στη βιβλιοθήκη και η δεύτερη τον βοηθούσε να  κάνει την εργασία του για την Άμυνα Εναντίον Σκοτεινών Τεχνών και του έδειχνε το ξόρκι απώθησης των Μπόγκαρτ.
«Φυσικά. Φαντάζεσαι πώς να γελοιοποιήσεις το φόβο σου, κουνάς το ραβδί, φωνάζεις ‘‘Ρεντίκολο’’ και πάει το Μπόγκαρτ.»,απάντησε στον ίδιο τόνο η Σέλεστ και χαμογέλασε.
«Το κατάλαβα!»,είπε ο Τόμας και η Σέλεστ έβγαλε τα γυαλιά της για να τρίψει τα κουρασμένα μάτια της.
Όταν όμως, άνοιξε τα μάτια της, κάτι περίεργο συνέβη. Δεν έβλεπε θολά, έβλεπε τα πάντα με ευκρίνεια. Και ξάφνου, νιώθει το κεφάλι της να σπάει στα δύο και πολλές πολύχρωμες εικόνες και ήχοι εισχωρούν μέσα του.
«Σέλεστ;»,ρώτησε ο Τόμας τρομαγμένος. «Τι έχουν τα μάτια σου;».
«Τι έχουν;»,ρώτησε η Σέλεστ κρατώντας το κεφάλι της που πόναγε αφάνταστα πολύ.
Με διστακτικά βήματα σηκώθηκε και πήγε στον καθρέφτη που βρίσκονταν απέναντι. Μόλις είδε το είδωλό της, τρόμαξε. Τα μάτια της είχαν γίνει ένα γαλάζιο σαν αυτό του πάγου.
«Τι στο καλό συμβαίνει;»,ρώτησε η Σέλεστ καθώς τα μάτια της ξαναγύριζαν στο φυσικό τους μελένιο χρώμα.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κοκαλιάρικο σώμα της. Ξαφνικά, της φάνηκε πως ο Νοέμβρης δεν ήταν ποτέ πιο κρύος.

-ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ-

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Anorexia Nevrosa


Το βλέπεις κάθε μέρα. Στην αντανάκλαση των βιτρίνων, στα τζάμια, στους καθρέφτες. Είναι το σώμα σου. Είναι απαίσιο. Είναι τόσο άθλιο και γεμάτο σε σχέση με των άλλων κοριτσιών. Πρέπει αυτό να αλλάξει. Πρέπει να χάσεις βάρος.


Ήμουν τόσο ηλίθια που, αφού διάβασα ένα από τα τρία βιβλία της Τζάκλιν Ουίλσον(Girls under pressure) που μίλαγε αναλυτικότατα για την ανορεξία στις έφηβες και το τι μπορεί να προκαλέσει, το άρχισα και εγώ.
Ξεκίνησε με μία απλή κουβέντα του ενδοκρινολόγου στον οποίο πηγαίνω κάθε εξάμηνο λόγο θυρεοειδούς. ‘Έχεις παχύνει. Πολύ. Δεν το βλέπεις; Είσαι 62 κιλά, δεκατεσσάρων και μόλις 1.60. Πρέπει να χάσεις μερικά κιλά, εντάξει;’.
Και κατάλαβα πόσο απαίσιο είναι. Να είμαι τόσο παχιά, να έχω παραπανίσια κιλά. Ήταν χάλια. Ήμουν χάλια. Έπρεπε να αλλάξει.
Έτσι, σταμάτησα να τρώω. Στην αρχή ήταν το βραδινό, μετά το απογευματινό και το δεκατιανό, μείωσα τις μερίδες του πρωινού και του μεσημεριανού κατά πολύ. Έπρεπε να χάσω κιλά, να μπορώ να βρω ένα παντελόνι της αδερφής μου να μου κάνει, να χωρέσω στο νούμερο 28. Μου έγινε εμμονή. Σταμάτησα να τρώω και μέσα σε 5 μήνες έχασα 6 κιλά. Ήταν λίγο. Έπρεπε να χάσω κι άλλα. Άρχισα να περπατάω και να καίω θερμίδες όπως μπορούσα. Κατέληξα να έχω χάσει 10 κιλά σε ένα εξάμηνο. Έπειθα τον εαυτό μου πως δεν πεινούσα, δεν πεινούσα, δεν πεινούσα, δενπεινούσα, δενπεινούσα, ΔΕΝΠΕΙΝΟΥΣΑ. Ήμουν χοντρή και έπρεπε να χάσω κι άλλο.
Μέχρι να ξαναπάω στον ενδοκρινολόγο είχα φτάσει 51 κιλά και 200 γραμμάρια, τα περισσότερα ρούχα μου μου έπεφταν. Όσοι με πείραζαν, με έλεγαν χοντρή δε μου το έλεγαν πια-είχα αδυνατίσει στα μάτια τους. Ακόμα ήθελα να χάσω κι άλλο βέβαια, να αποδείξω ότι είμαι καλύτερη, να γίνω όμορφη, να γίνω όπως αυτές στα περιοδικά, ή όπως μερικές κοπέλες στην τάξη μου, που ήταν τόσο αδύνατες.
Μέτραγα τα κόκαλα των πλευρών μου. Ήμουν ελαφρώς ευχαριστημένη. Πίστευα ότι έπρεπε να χάσω κι άλλο. Κι άλλο για να γίνω αρεστή. Για να έχω φίλους, να βρω επιτέλους αγόρι, να σταματήσουν όλοι να μου λένε ‘όχι’ και να αρνούνται την παρέα μου.
Και μετά πήγαμε στον ενδοκρινολόγο. Μόνο που δε με έβρισε.
‘Αυτό ήταν ένα από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις στον εαυτό σου. Δες… δες πώς είσαι. Ένα μάτσο κόκαλα. Κόκαλα και δέρμα.’.
‘Μα εσείς είπατε πως ήμουν παχιά.’.
‘Ήσουν. Ήσουν διότι έχεις πρόβλημα με το θυρεοειδή σου και πρέπει να έχεις ένα όριο στα κιλά σου, αλλιώς θα καταλήψεις παχύσαρκη. Πρέπει να προσέχεις. Όχι όμως να πάθεις νευρική ανορεξία!’.
‘Μα δεν έχω νευρική ανορεξία. Ακόμα παχιά είμαι.’.
‘Τα κόκαλά σου εξέχουν από το δέρμα σου. Έχασες 10 κιλά σε έξι μήνες. Οδεύεις προς τη νευρική ανορεξία. Αυτό θες για ‘σένα; Να ‘σαι ένα πράγμα, να είσαι γεμάτη κόκαλα;’.
‘Μα…’.
‘Η άρνηση είναι ένα από τα πρώτα στάδια της νευρικής ανορεξίας. Κοίτα πώς είσαι’ *πήρε τον καρπό μου στα χέρια του* ‘Δεν είναι φυσιολογικό. Πρέπει για το ύψος σου να είσαι από 52 έως και 55 κιλά. Αν πέσεις κάτω από 50 κιλά θα έχουμε πρόβλημα. Δεν θα αδιαθετείς, θα σου πέφτουν τα μαλλιά, δε θα κοιμάσαι, θα αρρωσταίνεις. Πρόσεξέ το. Για δικό σου καλό.’.
Όχι ότι μετά έπεσα ‘βουρ στον πατσά’ που λέμε και εδώ, αλλά άρχισα ξανά να τρώω 3 φυσιολογικά γεύματα τη μέρα. Οκέι, ακόμα τρώω αργά, πολύ πολύ πολύ αργά, αλλά δεν πειράζει, έχω φυσιολογικά κιλά. Και δεν ξανακύλησα, σε όλο αυτό το φαύλο θλιβερό παιχνίδι.
Απλά το θέμα δεν είναι αυτό. Αυτό που έπαθα εγώ δεν ήταν τίποτα. Άλλα κορίτσια πεθαίνουν λόγω της νευρικής ανορεξίας. Το πρόβλημα είναι σοβαρό.
Και απλά δεν πρέπει να δεχόμαστε ό,τι μας πλασάρουν. Η Adele είναι αφράτη και δε θέλει να χάσει κιλά. Έχει ένα από τα πιο όμορφα πρόσωπα του κόσμου, θεϊκή φωνή και όλοι τη λατρεύουν.
Το τέλειο δεν είναι αυτό που πλασάρουν στα περιοδικά. Το τέλειο δεν είναι τα υπερβολικά αδύνατα μοντέλα. Το τέλειο δεν είναι να μετρούνται τα κόκαλα πάνω σου. Το τέλειο δεν είναι να κοντεύεις να πέσεις κάτω όποτε βάζει κρύο ή να λιποθυμάς επειδή δεν έφαγες σωστά.
Μπορεί να είναι τέλειο κάτι που σε οδηγεί στο νοσοκομείο;
Όχι.
Δεν το νομίζω.




Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Aoi Hana


Το πλήθος διαλύθηκε σιγά-σιγά με χαρούμενες επευφημίες και τραγούδια από τους Ράβενκλοου, θλιμμένα και μουτρωμένα πρόσωπα από τους Γκρίφιντορ.
«Πρέπει να πάω στον κοιτώνα. Έχουμε κανονίσει με το Σκορπιό και την Αμάντα να διαβάσουμε.»,είπε η Λαβέρνα όταν σχεδόν όλος ο κόσμος είχε φύγει.
«Α, Λούκας!»,είπε η Ερέβια χαρούμενη και αγκάλιασε τον Λούκας που μόλις είχε ανέβει στις κερκίδες. «Υπέροχο παιχνίδι.».
Ο Λούκας της ανακάτωσε τα μαλλιά. «Ευχαριστώ μικρή.».
«Τα λέμε αύριο κορίτσια!»,είπε η Λαβέρνα χαμογελώντας και έφυγε.
«Γεια σου Λαβέρνα!»,είπαν η Σέλεστ, η Ερέβια και ο Λούκας μαζί.
«Ο Στέφαν;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Είναι κάτω. Νομίζω μόλις μπήκε για ντουζ.»,απάντησε ο Λούκας.
«Καλό θα ήταν να πάτε στο κάστρο.»,είπε η Σέλεστ. «Τα μαλλιά σου είναι βρεγμένα, Λούκας, θα κρυώσεις.».
«Έχει δίκιο.»,είπε η Ερέβια και τον τράβηξε από το χέρι. «Δεν θες να χάσεις τις προπονήσεις έτσι δεν είναι; Σέλεστ, θα περιμένεις μόνη σου τον Στέφαν;»,ρώτησε.
«Ναι, θα πάω στα αποδυτήρια για να τον περιμένω.»,είπε η Σέλεστ και πήγε προς τα αποδυτήρια.
«Σίγουρα δεν πειράζει που θα μείνει μόνη της;»,ρώτησε ο Λούκας την Ερέβια καθώς, πιασμένοι χέρι-χέρι ξεκινούσαν για το κάστρο.
«Δεν νομίζω. Θέλει να περιμένει το Στέφαν και για αυτό πηγαίνει εκεί.»,είπε η Ερέβια και χαμογέλασε.
Η Σέλεστ κατέβηκε από τις κερκίδες και μπήκε στα αποδυτήρια του Ράβενκλοου. Εκείνη τη στιγμή ο Στέφαν κούμπωνε το πουκάμισό του.
«Α, Στέφαν! Νόμιζα ότι ήσουν ακόμα στο ντουζ.»,είπε η Σέλεστ.
«Όχι, θέλω να πάω να φάω, οπότε τελείωσα γρήγορα.»,είπε ο Στέφαν γελώντας και έβαλε σε ένα σάκο τη στολή Κουίντιτς.
«Σου είπα το πρωί να φας.»,διαμαρτυρήθηκε η Σέλεστ.
Ο Στέφαν γέλασε ξανά και την αγκάλιασε. «Όπως μου είπες και το σκορ. Ευχαριστώ μικρούλα. Είσαι το τυχερό μου γούρι.».
Εκείνη τη στιγμή η πόρτα των αποδυτηρίων άνοιξε.
«Ωχ, συγνώμη.»,ακούστηκε μία αγορίστικη φωνή. «Σας διέκοψα.».
Η Σέλεστ έφυγε κατευθείαν από την αγκαλιά του Στέφαν.
«Όχι, Τζέιμς, αλλά γιατί είσαι εδώ; Ελπίζω να μη γυρεύεις καυγάδες…»,είπε επιφυλακτικά ο Στέφαν.
Στην πόρτα στέκονταν ο Τζέιμς Πότερ. Είχε μαύρα ίσια μαλλιά, βρεγμένα τη συγκεκριμένη στιγμή και καστανά μεγάλα μάτια.
«Όχι Στέφαν.»,είπε ο Τζέιμς γελώντας. «Και πόσο μάλλον μπροστά σε κορίτσι. Απλά… ήθελα να σε συγχαρώ.».
Η Σέλεστ ένιωσε να πέφτει από τα σύννεφα. Ο Τζέιμς Πότερ τους συνεχαίρονταν για τη νίκη τους; Ο Στέφαν φαινόταν το ίδιο σοκαρισμένος.
«Ήταν ένα πολύ καλό παιχνίδι, Στέφαν.»,είπε ο Τζέιμς Πότερ και άπλωσε το χέρι του. «Χάρηκα που σε είχα αντίπαλο.».
Ο Στέφαν έκανε χειραψία με τον Τζέιμς και χαμογέλασε. «Και εγώ χάρηκα. Είσαι καλός αντίπαλος, Πότερ. Τα λέμε στα Ξόρκια την Δευτέρα, ναι;».
«Ναι, τα λέμε Ντράγκον!»,είπε ο Τζέιμς και έφυγε.
«Έλα, πάμε στο κάστρο.»,είπε ο Στέφαν και ξεκίνησαν για το κάστρο. «Δεν περίμενα να έρθει ο Πότερ να με συγχαρεί. Συνήθως είναι αλαζόνας με αυτά τα θέματα.».
«Μπορεί να έγινε ευαίσθητος τώρα τελευταία. Εξάλλου, κάνετε συνδυαστικά μαθήματα έξι χρόνια μαζί. Μάλλον σε συμπαθεί.».
«Μάλλον…»,είπε ο Στέφαν και φάνηκε σα να θέλει να πει κάτι άλλο, αλλά εκείνη τη στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, πέφτει κάτω.
«Στέφαν; Στέφαν, είσαι καλά;»,ρώτησε σχεδόν φωνάζοντας ταραγμένη η Σέλεστ.
Έπιασε το μέτωπό του και ήταν ζεστό.
«Γαμώ το… Τώρα τι θα κάνω;»,μουρμούρισε στον εαυτό της και ένα δάκρυ κύλησε. Το σκούπισε βιαστικά. «Πρέπει να βοηθήσω τον Στέφαν. Σωματοκινήσιους!»,είπε βγάζοντας το ραβδί της από την τσέπη και το αναίσθητο σώμα του Στέφαν σηκώθηκε σχεδόν ενάμισι μέτρο πάνω από το έδαφος.
Η Σέλεστ πήρε τον αθλητικό σάκο του Στέφαν στον ώμο της. «Ας σε πάμε στο αναρρωτήριο. Έχεις καιρό να δεις την κυρία Πόμφρι.»,μουρμούρισε.

****

«Τι ακριβώς έγινε, Σέλεστ;»,τη ρώτησε ο Λούκας.
Ο ήλιος φαινόταν από τα παράθυρα του αναρρωτηρίου να βουτά μέσα στα κατάμαυρα δέντρα του Απαγορευμένου δάσους και ο Στέφαν ήταν στο κρεβάτι, με ένα μόνιμο συνοφρύωμα. Η Σέλεστ κάθονταν στο περβάζι του παραθύρου δίπλα στο κρεβάτι του Στέφαν κοιτάζοντας το παράθυρο. Ο Λούκας και η Ερέβια κάθονταν ο ένας πάνω στο κρεβάτι και η άλλη στη μία καρέκλα.
«Όπως μου μίλαγε ξαφνικά λιποθύμησε. Έπιασα το μέτωπό του και έκαιγε. Τον έφερα εδώ. Η Πόμφρι αγχώθηκε, του έδωσε αντιπυρετικά βοτάνια αλλά ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει. Μετά από λίγο ξύπνησε, ήπιε δύο μπουκάλια νερό και του πέρασε ο πυρετός και μετά ήρθατε εσείς και ακούσατε την Πόμφρι να λέει πως θα τον κρατήσει μέσα σήμερα το βράδυ για να σιγουρευτεί πως είναι καλά.».
«Καλά είμαι, την Κεντάβρα μου μέσα!»,διαμαρτυρήθηκε ο Στέφαν.
«Στέφαν, καλό θα ήταν να μείνεις εδώ. Ξέρεις, μπορεί απλά να ήταν αντίδραση του οργανισμού σου στην υπερκόπωση.»,είπε η Ερέβια.
«Εξάλλου, βγαίνεις αύριο.»,είπε ο Λούκας που εν μέρει καταλάβαινε το φίλο του. Δεν ήταν διόλου ευχάριστο να παραμένεις άπραγος μέσα στο ελαφρά κρύο και νοσηρό περιβάλλον του αναρρωτηρίου. «Υπομονή.».

«Κύριε Φλίτγουικ, ένα παιδί από τον κοιτώνα του Ράβενκλοου λιποθύμησε σήμερα. Ο Στέφαν Ντράγκον.»,είπε η Αραμπέλα Πόιζον.
Η Αραμπέλα Πόιζον ήταν μόλις είκοσι έξι ετών, με κατακόκκινα σγουρά μαλλιά και μεγάλα καστανά σκούρα, σχεδόν μαύρα μάτια. Αν και μόλις πριν τρία χρόνια είχε διοριστεί ως καθηγήτρια Φίλτρων στη Σχολή Χόγκουαρτς για Μαγείες και Ξόρκια, λόγω της σκληρής δουλειάς, της επιμέλειας, της επιμονής και της υπομονής της πριν ένα χρόνο έγινε η Υπεύθυνη για τον κοιτώνα του Ράβενκλοου.
Ήταν στο γραφείο του Διευθυντή. Ήταν γεμάτο με βιβλία. Βιβλία χοντρά, βιβλία λεπτά, καινούρια, παλιά, με δερματόδετα εξώφυλλα, με χίλιες σελίδες, παντού βιβλία, βιβλία, βιβλία! Πάνω από το γραφείο του Διευθυντή ο Σέβερους Σνέιπ την κοίταγε από το κάδρο του με ενδιαφέρον. Μία γκρι γάτα με μαύρες ρίγες και μία μαύρη «μάσκα» γύρω από τα μάτια της την παρακολουθούσε με τα αεικίνητα μάτια της. Ο Φίλιους Φλίτγουικ, πρώην καθηγητής Ξορκιών και Υπεύθυνος του Ράβενκλοου και νυν Διευθυντής του Χόγκουαρτς, σταύρωσε τα χέρια του σκεφτικά πάνω στο γραφείο.
«Μάλιστα. Και, Αραμπέλα, η Πόπι τι ακριβώς σου είπε για τα συμπτώματά του; Ανέφερε τίποτα…ιδιαίτερο;»,ρώτησε ο Φίλιους Φλίτγουικ ήρεμα.
«Είπε πως τον Ντράγκον μετέφερε εκεί η Σέλεστ Θορν. Ο Ντράγκον είχε λιποθυμήσει εντελώς απροειδοποίητα σύμφωνα με τα λεγόμενα της κοπέλας και είχε υψηλό πυρετό. Γύρω στους σαράντα με σαράντα ένα βαθμούς για μία ώρα. Μετά ξύπνησε και ήπιε τρία λίτρα νερό και συνήλθε.»,είπε η Αραμπέλα νιώθοντας ελαφρώς άβολα.
Δεν την είχε ενημερώσει ακόμα ο Διευθυντής για το τι συνέβαινε. Όμως είχε ακούσει πως ήθελε από όλους τους Υπεύθυνους των κοιτώνων αναφορές για την υγεία των μαθητών. Κυρίως αυτών που ήταν από τα δεκατέσσερα-δεκαπέντε και πάνω. Ενδιαφέρονταν  κυρίως για περίεργα περιστατικά όπως αυτό του Στέφαν Ντράγκον. Τον λόγο δεν τον ήξερε κανείς εκτός από τη Μινέρβα ΜακΓκόνακαλ, μάλλον και φυσικά τα πορτρέτα των παλαιών Διευθυντών στον τοίχο. Η Αραμπέλα όμως σεβόταν τον Φλίτγουικ και επειδή τον είχε καθηγητή ως έφηβη και επειδή ήταν Υπεύθυνος του Ράβενκλοου όταν ήταν εκείνη στο Χόγκουαρτς, οπότε απλά ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές του. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα την εμπιστευόταν και θα της έλεγε τι συνέβαινε.
«Αυτό είναι ενδιαφέρον.»,είπε περισσότερο στον εαυτό του ο Φλίτγουικ παίζοντας με μία μαύρη πένα. «Τέλος πάντων, σε ευχαριστώ πολύ για τον κόπο σου Αραμπέλα.»,συνέχισε χαμογελώντας. «Να με ενημερώσεις για οτιδήποτε καινούριο, εντάξει;».
«Μάλιστα κύριε Φλίτγουικ.»,είπε η νεαρή κοπέλα. «Καλό σας απόγευμα.».
«Καλό απόγευμα και καλό υπόλοιπο Σαββατοκύριακο, Αραμπέλα.»,είπε ευγενικά ο Φλίτγουικ και η Αραμπέλα βγήκε από το δωμάτιο.
Μόλις την άκουσαν να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, η γάτα πήδηξε από το γραφείο στο πάτωμα και στα γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μία ψηλή, αδύνατη γυναίκα με σκούρο γκρι φόρεμα. Τα μαλλιά της είχαν γίνει γκρι και φόραγε τετράγωνα γυαλιά. Ήταν η Μινέρβα ΜακΓκόνακαλ, καθηγήτρια Μεταμορφώσεων, Υπεύθυνη του κοιτώνα Γκρίφιντορ, Υποδιευθύντρια και μεταμορφωμάγος.
«Η κατάσταση έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει, Φίλιους, δε νομίζεις;»,ρώτησε και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από τον Φλίτγουικ.
Ο Φλίτγουικ χτύπησε τον ραβδί του στον αέρα και εμφανίστηκε μία πορσελάνινη τσαγιέρα και δύο φλιτζάνια από το ίδιο υλικό. Έπιασε την τσαγιέρα και γέμισε τα φλιτζάνια και έδωσε το ένα στη ΜακΓκόνακαλ. «Όντως. Αλλά είναι ένας μαθητής. Καλό θα ήταν να περιμένουμε λίγο καιρό πρώτα, ε;»,είπε ο μικροσκοπικός Διευθυντής.
«Φυσικά, για να το λες εσύ. Πόσο όμως;».
«Μέχρι τα τέλη του Δεκέμβρη θα είμαστε σίγουροι. Μη βιάζεσαι Μινέρβα.»,είπε ο Φλίτγουικ και ήπιε μία γουλιά καυτό τσάι με λεμόνι. «Ούτε εκείνη θα κάνει κίνηση αν δεν έχει ενδείξεις για τη δύναμη των παιδιών εδώ.».
«Όταν λες εκείνη Φίλιους.»,παρενέβη ένα πορτρέτο από τον τοίχο απέναντι. «Εννοείς εκείνη;».
Ήταν ένα πορτρέτο με καλαίσθητη χρυσή κορνίζα, που δεν ήταν υπερβολική. Ο εικονιζόμενος είχε μακριά άσπρα μαλλιά και γένια, γαλάζια μάτια, φόραγε γυαλιά, ένα πράσινο καπέλο και πράσινο μανδύα. Κάθονταν σε μία ξύλινη καρέκλα, έτσι φαίνονταν το σώμα του μόνο μέχρι το στέρνο του. Όμως ήταν αναμφισβήτητο πως ήταν το πορτρέτο του Άλμπους Πέρσιβαλ Γούλφρικ Μπράιαν Ντάμπλιντορ, πρώην Διευθυντής του Χόγκουαρτς.
«Ναι Άλμπους, εκείνη.»,είπε ο Φλίτγουικ, καταλαβαίνοντας τι εννοεί ο Ντάμπλιντορ.
Παρότι πορτρέτο, συμμετείχε ακόμα στη ζωή του Χόγκουαρτς, μιλώντας με τον τωρινό Διευθυντή μερικά απογεύματα και δίνοντάς του συμβουλές.
«Πιθανότατα ήδη να ξέρει την πρόοδο δύναμης μερικών μαθητών. Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα καλό θα ήταν να πεις στα παιδιά την αλήθεια, Φίλιους.»,είπε ο Ντάμπλιντορ.
«Εντάξει λοιπόν, μετά τα Χριστούγεννα.»,είπε ο Φλίτγουικ και εμφάνισε ένα μπισκότο με ζάχαρη.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

The beginning of the end.

Και ήταν η τελευταία φορά που άκουσα το πρώτο κουδούνι του σχολείου. Ο τελευταίος αγιασμός. Η τελευταία φορά που εκνευρίστηκα επειδή με κοιτούσαν όλοι εξονυχιστικά και εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Η τελευταία φορά που παρατήρησα πόσο είχαν αλλάξει οι συμμαθητές μου από το ένα καλοκαίρι μέχρι την αρχή του νέου σχολικού έτους. Ήταν επίσης η τελευταία φορά που πήρα σχολικά βιβλία(έστω και αν ήταν τα λυσάρια από Φυσική Γενικής και Μαθηματικά Γενικής :Ρ).
Αισθάνομαι περίεργα, αν και πιστεύω ότι θα αισθάνομαι ακόμα πιο περίεργα με το θέμα αυτό προς το τέλος της χρονιάς, στα τελευταία μαθήματα που θα παρακολουθώ. Όμως όλοι ξέρουμε νομίζω, όλοι όσοι γεννηθήκαμε το ’94 τέλος πάντων και είμαστε φέτος Τρίτη Λυκείου, ότι αυτή σήμερα ήταν η αρχή ενός τέλους. Πάει πλέον η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Νιώθω ήδη το σχολείο να μου λείπει. Νιώθω κάπως που είμαι η ‘μεγάλη’ εκεί γύρω. Δεν ξέρω.
Απλά ήταν 12 χρόνια από τη ζωή μου. Ίσως να μην πέρασα καλά, αλλά τι να κάνουμε… Θα μου λείψει. Όλο αυτό.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Awkward


Οκέι, το κάναμε και αυτό. Τον παντρέψαμε και τέλος τώρα με τα αδέρφια που θέλουν να παντρευτούν :Ρ Και παρότι γκρίνιαζα για τα πάντα, δε μπορώ να πω, συγκινήθηκα. Ακόμα θυμάμαι που ήμασταν μικρά παρέα, εγώ 80 εκατοστά παιδάκι, 3-4 χρονών και ο αδερφός μου18 να με έχει από το χέρι και να πηγαίνουμε βόλτα, να παίζουμε παρέα. Μετά οι βόλτες με το μηχανάκι. Είχαμε πέσει μία φορά εξαιτίας ενός άκυρου οδηγού και επειδή έβαλα τα κλάματα γιατί χτύπησα σε 15 μεριές έδειρε τον οδηγό :Ρ Με είχε πάρει μαζί του σε ένα μπαρ ενώ ήμουν ηλικίας με ένα αριθμό επειδή απλα ήθελα να το δω :Ρ Και γενικά πάντα με πρόσεχε. :)
Και ήταν κάπως να συνειδητοποιώ πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός… Σπούδασε, πήγε στρατό, βρήκε δουλειά, ερωτεύτηκε, αγάπησε, πόνεσε και χθες…  :| Απλά γουάου…
Ο πατέρας μου δάκρυσε όταν τον ξυρίζαμε. Και η αδερφή μου και η μαμά μου και κάτι οικογενειακοί μας φίλοι. Και προπάντων, ο παππούς μου που μετρά 92 χρόνια και είναι ίσως ένας από τους τελευταίους γάμους των εγγονών του, τουλάχιστον ένας από τους τελευταίους που θα δει.
Και δεν είναι ότι σκέφτομαι ότι μεγάλωσα. Απλά άρχισα να σκέφτομαι πώς εξελίσσεται η ζωή. Πριν μπουν στο κέντρο της δεξίωσης, ως παντρεμένο ζευγάρι, έπαιξαν φωτογραφίες(με το βαλς της Αμελί να τις συνοδεύει, να γιατί αγαπάω τη γυναίκα του.-). Και ήμουν και εγώ και η αδερφή μου σε κάθε φωτογραφία μαζί του. Όλοι μας παρέα.
Και απλά σκέφτομαι ότι πια άρχισε ένας νέος κύκλος για τη ζωή του, όπως και για τη ζωή της αδερφής μου. Σκέφτομαι ότι είμαι σε μία τελείως διαφορετική φάση. Και απλά έχω την αίσθηση ότι μου λείπουν. Μου λείπουν όλες εκείνες οι στιγμές που κυλιόμασταν και οι 3 στο κρεβάτι παλεύοντας.
Όμως ένα κεφάλαιο τελείωσε. Αρχίζει το επόμενο… :)

Άντε να μου ζήσουν και στα δικά σας οι ελεύθεροι :Ρ

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Not good enough...

'Loser!'
'You're so ugly, no one likes you, why do you live in the first place?'
'We all hate you. Deal with it.'
'No one, I mean, clearly no one will ever love you. You're so useless. You're nothing. Nothing.'


You failed us.
You always let us down
You are not good enough
You can do better
Way better
Those kids are much cleverer than you
Why are you this way?
You could be so so much better
You're a failure.
That's what you're meant to be.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Aoi Hana


«Βασικά με τρόμαξε επειδή φαινόταν τόσο αληθινό…»,είπε η Σέλεστ και ήπιε την τελευταία γουλιά γάλα. «Τέλος πάντων. Η ημέρα είναι υπέροχη έξω, οπότε πάμε να δούμε το Ράβενκλοου να κερδίζει.».
«Πάμε!»,είπε η Ερέβια χαμογελώντας και τα τρία κορίτσια σηκώθηκαν από το τραπέζι του Ράβενκλοου και κατευθύνθηκαν προς τα έξω.
«Ο Άλμπερτ Νταστ ρωτούσε για εσένα, Σέλι.»,είπε στα ξαφνικά με ένα πονηρό χαμόγελο η Λαβέρνα.
Από όταν ήταν μικρές, η Σέλεστ ήταν η Σέλι, καθώς ήταν πάντα μικροκαμωμένη και αδύνατη. Η Σέλεστ κατέβαλε προσπάθεια να θυμηθεί ποιος ήταν ο Άλμπερτ Νταστ, μέχρι που ένιωσε σαν μία λάμπα να ανάβει στο κεφάλι της.
«Ο τύπος με τα καστανά μαλλιά που είναι μέχρι τους ώμους και παίζει χτυπητής στην ομάδα του Σλίθεριν;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Ναι, ακριβώς αυτός!»,είπε χαχανίζοντας η Λαβέρνα.
«Και τι ρώτησε;»,ρώτησε σχεδόν σοκαρισμένη η Σέλεστ.
«Αν έχεις αγόρι.»,είπε η Λαβέρνα.
«Γιατί;»,ρώτησε σοκαρισμένη η Σέλεστ.
Η Λαβέρνα και η Ερέβια κοιτάχτηκαν και στριφογύρισαν τα μάτια τους. Η Σέλεστ ήταν τόσο απελπιστικά ντροπαλή που δεν κοινωνικοποιούνταν πολύ και έτσι δεν καταλάβαινε απλά πράγματα.
«Του αρέσεις, Σέλεστ.»,είπε η Ερέβια. «Αυτός είναι ο πιο πιθανός λόγος που ρωτάει.».
«Μα δεν έχω δώσει ενδείξεις πως έχω αγόρι. Και γιατί να του αρέσω; Δε με ξέρει καν.»,είπε η Σέλεστ και χαμογέλασε
«Νόμιζε πως έβγαινες με το Στέφαν. Και δε χρειάζεται να ξέρεις πολύ κάποιον για να σου αρέσει. Απλά σου αρέσει. Δεν είναι και ο έρωτας της ζωής σου.»,είπε η Λαβέρνα και γέλασε.
«Εγώ έχω θέμα με αυτό. Δεν θέλω να βγω με τον πρώτο τυχόντα.»,γκρίνιαξε η Σέλεστ.
«Έχει δίκιο σε αυτόν τον τομέα. Και εγώ δεν ήθελα να βγω με όποιον και όποιον.»,μουρμούρισε σκεφτικά η Ερέβια. «Όπως και να ‘χει, Λαβέρνα, πες μας τι έγινε με τον Σκορπιό Μαλφόι και τη Ρόουζ Ουέσλι. Άκουσα πως έγινε μεγάλο σούσουρο.».
«Η αλήθεια είναι πως είναι πολύ ερωτευμένοι μεταξύ τους, αλλά ο μπαμπάς της Ρόουζ ούτε που θέλει να ακούσει το όνομα ‘‘Μαλφόι’’ και έχει και τα ξαδέρφια της εδώ που δεν είναι και με τις καλύτερες διαθέσεις απέναντι στο Σλίθεριν. Όμως ο Σκορπιός πραγματικά δεν μπορεί να αποφύγει αυτό το συναίσθημα όπως μου είπε. Ο πατέρας του τουλάχιστον εγκρίνει εν μέρει αυτή τη σχέση. Αλλά δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα να βγαίνουν.»,είπε η Λαβέρνα.
Η Ρόουζ Ουέσλι, ο Άλμπους-Σέβερους Πότερ, η Ντομινίκ Ουέσλι(κόρη του Μπιλ και της Φλερ Ουέσλι) και ο Σκορπιός Μαλφόι ήταν και εκείνοι πεμτοετείς όπως οι κοπέλες, ενώ ο Τζέιμς-Σείριος Πότερ και ο Φρεντ Ουέσλι ο δεύτερος, γιος του Τζορτζ Ουέσλι, ήταν εκτοετείς, σαν τον Στέφαν και τον Λούκας.
«Κάποια στιγμή οι γονείς τους θα ξεπεράσουν όλο αυτό το θέμα μίσους και έχθρας που είχαν αυτοί στο σχολείο έτσι δεν είναι;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Λογικά.»,απάντησε η Ερέβια. «Αλλιώς η ιστορία του Σαίξπηρ θα γίνει ‘‘Σκορπιός και Ρόουζ’’.»,συνέχισε τραγικά και τα τρία κορίτσια γέλασαν.
Πήγαν στο γήπεδο Κουίντιτς και έκατσαν στη μεριά που κάθονταν σήμερα οι ντυμένοι στα μπλε και στα μπρούτζινα, οπαδοί του Ράβενκλοου. Ακόμα και η Λαβέρνα είχε βάλει μία ζακέτα με αετό μέσα από το μανδύα της.
«Γεια σου Χανά.»,ακούστηκαν δύο φωνές από πίσω τους και τα κορίτσια γύρισαν.
Ήταν δύο αγόρια με ξανθά μαλλιά. Ο ένας ήταν μισό κεφάλι ψηλότερος από τον άλλον, με σγουρά μαλλιά και μεγάλα γαλάζια, υγρά μάτια. Ο άλλος είχε ίσια μαλλιά και μάτια πιο σκούρα μπλε, αλλά το ίδιο υγρά. Ο ψηλότερος ήταν ο Λόρκαν Σκαρμάντερ και ο κοντότερος ο δίδυμος αδελφός του, ο Λύσανδρος. Τα δύο αγόρια, εκτός από αυτά τα δύο τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά, ήταν ολόιδια.
«Γεια σας παιδιά.»,είπε η Σέλεστ χαρούμενα και η Ερέβια τους χαμογέλασε.
Ήταν ίδιο έτος με εκείνες και ήταν αρκετά καλοί φίλοι, διαβάζοντας όλοι μαζί στην αίθουσα αναψυχής τα βράδια.
Οι αδερφοί Σκαμάντερ ήταν περίεργοι σήμερα. Φόραγαν και οι δύο στα κεφάλια τους καπέλα αετού, ο οποίος αετός φόραγε το κασκόλ του Ράβενκλοου.
«Γιατί σε λένε συνεχώς Χανά;»,ρώτησε η Λαβέρνα καθώς θυμόταν πως η δίδυμοι φώναζαν συνεχώς τη Σέλεστ Χανά.
«Χαζή. Είναι το δεύτερο όνομά της.»,είπε η Ερέβια.
«Νόμιζα ότι ήταν Χάνα.»,διαμαρτυρήθηκε η Λαβέρνα.
«Όχι, είναι Χανά. Η μαμά μού έχει πει πως είναι  ‘‘Χανά’’ γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημαίνει ‘‘λουλούδι’’ στα ιαπωνικά.»,είπε η Σέλεστ.
«Αχ, τι γλυκό.»,είπε η Λαβέρνα και αγκάλιασε σφιχτά τη Σέλεστ. «Είσαι το λουλούδι της μαμάς σου.».
«Σταματήστε εσείς οι δυο με τις γλύκες!»,είπε πειρακτικά η Ερέβια. «Αρχίζει ο αγώνας!».
Πράγματι τα δεκατέσσερα σκουπόξυλα με τους παίχτες του εισήλθαν στο χώρο. Η καθηγήτρια πτήσεων, η κυρία Κόουτς, επέβλεπε τον αγώνα. Ο Στέφαν έσφιξε το χέρι του με τον Τζέιμς Πότερ και το παιχνίδι ξεκίνησε. Τα σκουπόξυλα υψώθηκαν στον αέρα και οι φιγούρες έγιναν θολές. Οι θεατές ξεχώριζαν τους παίχτες της ομάδας τους μόνο από την μπλε ή την κόκκινη ενδυμασία.
Ο Τζέιμς Πότερ ξεκίνησε μετά από 5 λεπτά παιχνιδιού αιφνιδιαστικές τεχνικές. Όλοι λέγανε πως κληρονόμησε το ταλέντο του από τη μητέρα του, τη Τζίνι Πότερ, που παλιά ήταν αστέρι στο χώρο του Κουίντιτς. Έτσι, έβαλε τους 10 πρώτους πόντους υπερ του Γκρίφιντορ. Περνώντας στην αντεπίθεση η καλύτερη κυνηγός του Ράβενκλοου, η Άντζελα, σκόραρε δύο συνεχόμενες φορές.
Το παιχνίδι συνεχίστηκε έντονα. Ο Λούκας φαινόταν αγχωμένος καθώς είχε αντίπαλό του τον Άλμπους Πότερ, ο οποίος δεν είχε χάσει ποτέ του σε αγώνα και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ελίσσονταν με το σκουπόξυλό του, την Αστραπή 4 ανάμεσα στους υπόλοιπους παίχτες πανεύκολα, κυνηγώντας τη χρυσή. Η Άντζελα προσπαθούσε να μαρκάρει τον Τζέιμς Πότερ και οι άλλοι δύο κυνηγοί, ο Κένεθ και ο Στιούαρτ προσπαθούσαν να τη βοηθήσουν και σκόραραν και εκείνοι αρκετές φορές. Οι χτυπητές και των δύο ομάδων ήταν εκπληκτικοί, στέλνοντας τις μαύρες πάντα στα σωστά σημεία, την κατάλληλη στιγμή. Ο Στέφαν έκανε κάποιες φοβερές αποκρούσεις, αλλά και πάλι η ομάδα του Γκρίφιντορ είχε σκοράρει. Όπως και η ομάδα του Ράβενκλοου. Η κάθε ομάδα είχε βάλει 23 γκολ, που σήμαινε πως τα σκορ ήταν 230-230.
Το παιχνίδι είχε σοβαρέψει, η άμυνα και το μαρκάρισμα είχαν γίνει πολύ αυστηρές και επί ένα δεκάλεπτο κανένας πόντος δεν έμπαινε. Το θέμα φαινόταν πλέον να αφήνεται στα χέρια των ανιχνευτών.
Ο Άλμπους Πότερ και ο Λούκας κυριολεκτικά είχαν μία προσωπική μονομαχία. Ο ένας έκανε μπλόφες στον άλλον και υπήρχαν και στιγμές που συναγωνίζονταν για το ποιος θα πιάσει τη χρυσή…μέχρι που την έχαναν. Ο αγώνας μεταξύ τους ήταν πολύ έντονος.
Ο Άλμπους Πότερ, ξαφνικά, πηγαίνει προς την χρυσή με ταχύτητα φωτός προς τη χρυσή, που φτερουγίζει κάπου ανάμεσα στα στεφάνια του τέρματος του Ράβενκλοου. Ο Λούκας είναι μακριά, αλλά και εκείνος την εντοπίζει και ξεκινά όσο πιο γρήγορα μπορεί, τον αγώνα δρόμου. Ο Άλμπους Πότερ σχεδόν είχε φτάσει τη χρυσή όταν… μια μαύρη μπάλα περνά ξυστά του και χάνει οπτική επαφή για να την αποφύγει.
Ο χτυπητής του Ράβενκλοου, ο Μπέντζαμιν την είχε ρίξει λέγοντας κάτι σε στυλ: «Κανείς δε θα πιάσει τη χρυσή πριν το Λούκας!».
Και έτσι η χρυσή πετάει προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία έρχεται ο Λούκας και…
«Απίστευτο! Ο Λούκας Μπλάκθορν, στο πιο κρίσιμο σημείο του αγώνα καταφέρνει να πιάσει τη χρυσή! 150 πόντοι για το Ράβενκλοου! 380-230! Εξαίσιος αγώνας, υπέροχοι παίχτες! Ένα θερμό χειροκρότημα για το Ράβενκλοου και το Γκρίφιντορ!»,ξεφώνιζε γεμάτος ενθουσιασμό ο παρουσιαστής από το Χάφλπαφ, που ήταν με το μέρος των Ράβενκλοου.
«Απίστευτο!»,μουρμούριζε αποχαυνωμένη η Λαβέρνα.
Η Σέλεστ και η Ερέβια είχαν σηκωθεί και χοροπηδούσαν αγκαλιασμένες φωνάζοντας «Ράβενκλοου!», οι αδερφοί Σκαμάντερ είχαν ξεδιπλώσει μπρουτζοκύανες σημαίες και τις ανέμιζαν και όλοι η ομάδα ατόμων που υποστήριζε το Ράβενκλοου ξεφώνιζε. Η Λαβέρνα ενώθηκε με το πλήθος αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ. Η ομάδα Κουίντιτς του Ράβενκλοου είχε γίνει μία αγκαλιά πάνω στα σκουπόξυλα και όλο το κλίμα ήταν πολύ χαρούμενο.