Ο γέρος καθόταν τυλιγμένος στα ζεστά του ρούχα, με το πινέλο
στο χέρι του και ζωγράφιζε. Σταμάτησε λίγο να ξεκουράσει το χέρι του και χάζεψε
το φθινοπωρινό τοπίο. Το μάτι του τράβηξαν τα έντονα χρώματα των φύλλων από τα
δέντρα. Κόκκινα, πορτοκαλιά, κίτρινα. Και έπειτα, ήταν και εκείνο το κόκκινο,
αυτό του κεχριμπαριού. Το χρώμα που του θύμιζε εκείνη.
Τέτοιο χρώμα είχαν τα μαλλιά της. Θυμόταν πώς έπαιζε μαζί
τους το ηλιόφως την ημέρα που την γνώρισε, εκείνο το καλοκαίρι, δίπλα στο
λιμάνι. Την πλησίασε και γνωρίστηκαν και εκείνο το βράδυ βγήκαν βόλτα. Το κρασί
που ήπιαν έκανε τα μάτια της να λάμψουν. Τον φίλησε.
Μπορεί να ήταν περίεργο μα εκείνο φιλί έκανε τον κόσμο του να
ταραχτεί. Κάποιους μήνες αργότερα, της ζήτησε να μείνουν μαζί. Και έμειναν.
Ο δρόμος συνεχώς τους έβγαζε σε μέρη διαφορετικά, μέρη που
δεν είχε ξαναδεί. Ή ίσως να τα είχε ξαναδεί. Μα μαζί της είχαν άλλη όψη. Ίσως
επειδή, χωρίς να καταλάβει πώς, την είχε αγαπήσει.
Η συμβίωσή του μαζί της του είχε καλυτερέψει τη ζωή. Μαζί με
εκείνη και το άλλο μεγάλο του έρωτα, τη ζωγραφική, ένιωθε πλήρης. Η τέχνη του
και εκείνη είχαν γίνει ένα πλέον. Η ηδονή που ένιωθε όταν ήταν ανάμεσα στις
μπογιές και τα πινέλα του ήταν όμοια με εκείνη που ένιωθε όταν την κρατούσε στα
χέρια του.
Όταν, κάποια χρόνια αργότερα, πηγαίνανε ταξίδι, την έχασε. Το
τροχαίο ήταν πολύ σοβαρό. Εκείνη χάθηκε, αυτός έμεινε ανάπηρος από το δεξί του
πόδι και οι επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου είχαν τραυματιστεί επίσης σοβαρά.
Είχε φύγει από κοντά του, όσο και αν ήθελε να την κρατήσει.
Την έβλεπε παντού γύρω του. Στη κουζίνα, να μαγειρεύει σιγοτραγουδώντας έναν
εύθυμο σκοπό. Στο διάδρομο, να ψάχνει την κατάλληλη θέση για τους πίνακές του.
Την μύριζε στα σεντόνια του κρεβατιού. Μα όσο έντονη και αν ήταν η παρουσία
της, δεν ήταν εκεί.
Προσπαθούσε να μείνει δυνατός. Για εκείνη. Συνέχισε να
πουλάει τους πίνακές του, μα δεν ήταν το ίδιο πια το να ζωγραφίζει. Τα βράδια,
όταν δεν κοιμόταν, ζωγράφιζε εκείνη, ανάμεσα σε τόνους κόκκινους και πορτοκαλί,
σε τόνους σα και αυτούς του κεχριμπαριού.
Ο γερός δεν θυμόταν καν πώς είχε καταφέρει να περάσει όλα
αυτά τα χρόνια μακριά της. Αναστέναξε. Ακόμη του έλειπε. Πήρε πάλι στα χέρια
του το πινέλο και καταπιάστηκε με τον πίνακά του. Συνέχιζε να προσθέτει
πινελιές, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο παρεμφερές με εκείνο που ήταν γύρω του,
μα όχι ακριβώς ίδιο. Ζωγράφιζε ένα μέρος που είχε επισκεφθεί μαζί της, πολλά
χρόνια πριν, σε ένα τους ταξίδι.
Έξαφνα, την είδε εκεί. Εκεί, ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν εκείνη.
Σηκώθηκε αλαφιασμένος. Μπορούσε να σταθεί μόνος του, δεν τον πονούσε πια το
κατεστραμμένο του πόδι. Προχώρησε με σίγουρα βήματα, άπλωσε τα χέρια του και
βρέθηκε μέσα στον πίνακα.
Τα κίτρινα και τα πορτοκαλιά φύλλα έπεφταν νωχελικά από τα
δέντρα. Το ποτάμι κυλούσε ήρεμα. Είχε ένα δροσιστικό αεράκι. Και υπήρχε εκείνη.
Ήταν εκεί, κάτω από τα δέντρα. Ήταν τα καφετιά μάτια που είχε ερωτευτεί και τα
μαλλιά στην απόχρωση του κόκκινου του κεχριμπαριού που ποθούσε να αγγίζει.
Έτρεξε προς το μέρος της, με δάκρυα να κυλάν από τα μάτια του. Την αγκάλιασε
σφιχτά. Εκείνη, τύλιξε ανάλαφρα τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και
ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του, λέγοντας:
«Χαίρομαι που σε βλέπω ξανά.»
2 σχόλια:
Τι όμορφη ιστορία. <3
Εσύ την έγραψες; :)
Γεια σου Fleur :D
Ναι την είχα γράψει πέρυσι για ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό ιστορίας 1000 λέξεων.
Δημοσίευση σχολίου