Θα ποστάρω 2-3 σελίδες, γιατί είναι τεράστιο και τη συνέχεια θα τη βάλω άλλη φορά :D
Κεφάλαιο Πρώτο
Κρύος Νοέμβρης
Η Σέλεστ Θορν ήταν δεκαπέντε χρονών και φοιτούσε στο πέμπτο έτος στη Σχολή Χόγκουαρτς για Μαγείες και Ξόρκια. Είχε καταταχθεί στον κοιτώνα Ράβενκλοου, στον κοιτώνα των σοφών και των μορφωμένων. Η ίδια όμως πίστευε πως εκεί πήγαιναν και τα δημιουργικά άτομα, ως επί τω πλείστων.
Θυμόταν ακόμα τη μέρα της επιλογής της πεντακάθαρα. Κοντή, με τα μαλλιά της πλεγμένα σε κοτσίδες, αποχαυνωμένη από το υπέροχο κάστρο, περίμενε μαζί με την Ερέβια και τη Λαβέρνα την Επιλογή. Την Ερέβια Σταρσάιν την ήξερε από μωρό. Οι μητέρες του ήταν καλές φίλες από το Χόγκουαρτς και οι πατεράδες τους γείτονες από μικροί. Τη Λαβέρνα την είχαν γνωρίσει στο Δημοτικό των Μαγκλ. Αν και καθαρόαιμες και οι δύο, οι γονείς του επέμειναν να έχουν μία φυσιολογική παιδική ηλικία με Μαγκλ συμμαθητές. Σύντομα, έκαναν παρέα με τη Λαβέρνα Ρέγκουμ και έμαθαν πως και εκείνη είναι μάγισσα. Από τότε ήταν αχώριστες. Η Σέλεστ θυμάται ακόμα που ένας στρογγυλοπρόσωπος καθηγητής, η καθηγήτρια ΜακΓκόνακαλ των Μεταμορφώσεων και Υποδιευθύντρια φώναξε το όνομά της από μία μακριά περγαμηνή. Η Σέλεστ είχε κάτσει σε ένα άβολο μικρό σκαμνί και το Καπέλο της Επιλογής τοποθετήθηκε στο κεφάλι της. Της μίλησε λίγο για όλους τους κοιτώνες γενικά και μετά βροντοφώναξε «ΡΑΒΕΝΚΛΟΟΥ!». Η Σέλεστ είχε κάτσει στο τραπέζι των Ράβενκλοου, δίπλα στον Στέφαν Ντράγκον, με τον οποίο μίλαγε, μέχρι που η Ερέβια ήρθε δίπλα της. Προς έκπληξη όλων, η Λαβέρνα τοποθετήθηκε στο Σλίθεριν.
Και όμως, πέντε χρόνια αργότερα, είχε κρατήσει τη φιλία της και με τη Λαβέρνα και με την Ερέβια και, φυσικά, είχε γίνει φίλη με το περίεργο αγόρι που άκουγε στο όνομα Στέφαν Ντράγκον. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, με διαγωνίσματα, υψηλές βαθμολογίες, εξάσκηση στα ξόρκια μεταμορφώσεων, που ήταν σχετικά αδύναμη και γνωριμίες με παιδιά όχι μόνο από το Ράβενκλοου, αλλά και από το Σλίθεριν, χάρη στη Λαβέρνα. Γενικά, της άρεσε πολύ η ζωή στο Χόγκουαρτς. Τόσο, που από το τρίτο έτος και μετά, είχε αποφασίσει να περνάει τα Χριστούγεννα εκεί. Ήταν ένα από τα πιο μαγικά μέρη του κόσμου.
Μέχρι την φετινή χρονιά. Με το που πάτησε το πόδι της στο Χόγκουαρτς ξεκίνησαν οι εφιάλτες. Βασικά, ήταν ο ένας και μοναδικός, ολόιδιος και πάντα ολοζώντανος εφιάλτης του πύρινου Χόγκουαρτς και των αγαπημένων της ανθρώπων νεκρών. Δεν είχε βρει νόημα σε αυτό τον εφιάλτη. Είχε ελέγξει όλους τους Ονειροκρίτες της βιβλιοθήκης, είχε πάει ακόμα και στο Απαγορευμένο Τμήμα της βιβλιοθήκης μία νύχτα, αλλά όλα τα βιβλία έλεγαν το ίδιο: επικείμενος κίνδυνος. Όμως τι κίνδυνος ήταν αυτός; Και ποιος απειλούνταν; Το Χόγκουαρτς; Εκείνη και οι φίλοι της; Πραγματικά, η Σέλεστ δεν έβγαζε νόημα και έτσι απλά αποφάσισε να αφήσει το χρόνο να δείξει τι σήμαινε το όνειρο.
Η Σέλεστ πήγε πίσω στο δωμάτιο των κοριτσιών και πήγε στο μπάνιο. Λούστηκε και μετά χτένισε τα μακριά, ολόισια μαύρα μαλλιά της. Η Σέλεστ ήταν ένα αρκετά όμορφο κορίτσι. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, σαν τα φτερά του κορακιού, μακριά μέχρι τη μέση και ολόισια και είχε μεγάλα μελί μάτια με πράσινες αποχρώσεις γύρω από την κόρη, τα οποία σκούραιναν όταν ήταν αφηρημένη ή έκλαιγε. Ήταν σχετικά κοντούλα και μικροκαμωμένη για την ηλικία της, με κατάλευκο δέρμα, φακίδες και μαύρα γυαλιά που πότε τα φόραγε και πότε όχι, επειδή τα ξέχναγε από εδώ και από εκεί.
Ως χαρακτήρας, η Σέλεστ ήταν ένα άτομο πολύ διαβαστερό. Δεν ήθελε να απογοητεύσει τους γονείς της, ειδικά μάλιστα τη μητέρα της που δούλευε στο Τμήμα Μαγικού Δικαίου και ήταν πάντα η καλύτερη της τάξεώς της. Ήταν αρκετά ντροπαλή κοπέλα και έκανε δύσκολα φίλους. Τις άρεσε πολύ η μουσική και η ζωγραφική και συχνά ονειροπολούσε κατά τη διάρκεια μερικών μαθημάτων ή όταν διάβαζε. Διάβαζε πολλά εξωσχολικά βιβλία και έκανε εκδρομές τα καλοκαίρια με την Ερέβια και τη Λαβέρνα όπου πιο μαγικά και εξωτικά μπορούσαν, αρκεί να ήταν κοντά στη φύση. Ήταν γενικά αισιόδοξος άνθρωπος, σπάνια σταματούσε να κάνει κάτι. Εάν μάλιστα έβαζε κάτι στο μυαλό της, δε τη σταματούσε κανείς.
Η Σέλεστ έκατσε στο κρεβάτι της και έπιασε το ραβδί της. Μουρμούρισε: «Φώτισε!» και ένα μικρό φως εμφανίστηκε.
Πήρε στα χέρια της το βιβλίο των μεταμορφώσεων. Έπρεπε να εξασκηθεί και άλλο σε αυτό το μάθημα, ειδικά με τα ΚΔΜ να αιωρούνται απειλητικά στον ορίζοντα. Δεν είχε μεγάλο πρόβλημα, απλά μερικές φορές οι μεταμορφώσεις της δεν ήταν όπως θα έπρεπε.
Διάβασε ξανά τις οδηγίες του βιβλίου για το πώς έπρεπε να μεταμορφώσει μία βελόνα σε σπίρτο. Πήρε βαθιά αναπνοή και κλήτευσε μία από τις βελόνες που βρίσκονταν στο συρτάρι της. Η βελόνα ήρθε στο χέρι της. Ετοιμάστηκε να πει το ξόρκι ώσπου…
Όλα ήταν σκοτεινά. Η μορφή με τη σκούρα μπλε κάπα προχωρούσε στο σκοτάδι και ίσα που φαίνονταν. Μια άσπρη γάτα πετάχτηκε μπροστά στη φιγούρα, η φιγούρα την κλώτσησε και η γάτα νιαουρίζοντας πονεμένα χάθηκε στο σκοτάδι. Η μορφή σταμάτησε, ανέβηκε δύο-τρία σκαλοπάτια και χτύπησε μία πόρτα που ούτε καν φαινόταν. Η πόρτα άνοιξε
«Σε ακολούθησε κανείς;»,ρώτησε μία αντρική φωνή.
«Ποτέ δε με ακολουθούν.»,απάντησε με αλαζονεία η γυναίκα με την μπλε σκούρα κάπα. Παρ’ όλο που τη φώτιζε το αχνό φως από το εσωτερικό του σπιτιού, το πρόσωπό της δε φαινόταν εξαιτίας της κάπας.
«Πέρνα μέσα, Ορόρα.»,είπε ο άνδρας και άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα.
«Ευχαριστώ Κάσσιε. Ξέρω πως πάντα μπορώ να βασίζομαι πάνω σου.»,είπε η γυναίκα, η Ορόρα και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι έβγαλε την κουκούλα της κάπας.
Ήταν μία γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς. Δεν έμοιαζε να είναι πάνω από τριάντα πέντε. Είχε μακριά ξανθά σπαστά μαλλιά μέχρι τους ώμους και μελένια μάτια. Ο άντρας μέσα στο σπίτι ήταν συνομήλικός της, με καστανόξανθα ολόισια μαλλιά, λίγο μακριά, και γκρι μάτια τόσο ανοιχτά που έλεγες πως είναι άσπρα.
«Τι έγινε, Ορόρα;»,ρώτησε ο Κάσσιος αγχωμένος καθώς πήγαν στο σαλόνι του σπιτιού. «Το μήνυμά σου ήταν κοφτό και μου φάνηκες…τρομαγμένη.».
Φαινόταν καθαρά πως η γυναίκα αυτή δεν είχα τρομοκρατηθεί ποτέ στη ζωή της.
«Ναι. Είμαι. Η δύναμη της ανιψιάς μου φαίνεται πως έχει μεγαλώσει. Νιώθω τις δονήσεις του μυαλού της. Εξελίσσεται μέρα με τη μέρα.»,είπε η Ορόρα και έκατσε σε έναν καναπέ. Τα ξανθά της φρύδια σχεδόν είχαν ενωθεί από την ανησυχία.
«Και τι θα κάνουμε για αυτό;»ρώτησε ο Κάσσιος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι που μόλις εμφάνισε με το ραβδί του.
Η Ορόρα πήρε το ποτήρι και χαμογέλασε σατανικά. «Θα την πλησιάσουμε εκ των έσω.».
«Σέλεστ;».
Η Σέλεστ άνοιξε τα μάτια της. Ο κοιτώνας ήταν κατάφωτος, το ραβδί της και το βιβλίο μεταμορφώσεων πεσμένα στο κρεβάτι της και η Ερέβια την ταρακουνούσε.