Hunger Games

Deep in the meadow, hidden far away
A cloak of leaves, a moonbeam ray
Forget your woes and let your troubles lay
And when it's morning again, they'll wash away
Here it's safe, here it's warm
Here the daisies guard you from every harm
Here your dreams are sweet and tomorrow brings them true
Here is the place where I love you.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

You're gonna shine


Έχω βαρεθεί να ακούω τη γκρίνια του και τη μουρμούρα τους. Δε διαβάζω, δε θα περάσω πουθενά. Και αν δεν περάσω, τι θα γίνει ρε φίλε; Αυτό που είπε ο μπαμπάς προχθές; ‘Θα μας κάνεις να ντρεπόμαστε να δείξουμε το πρόσωπό μας στην κοινωνία.’. Γουάτ δε φακ; Δηλαδή ποιος είσαι εσύ που θα ντραπείς να βγεις έξω σε περίπτωση που εγώ δεν περάσω Αγγλική Φιλολογία για 5 μόρια; Μήπως κατάφερες εσύ τίποτα καλύτερο στη ζωή σου, για να με κάνεις να σε έχω ως πρότυπο; Φυσικά, εσύ ήσουν άριστος μαθητής στην εποχή σου, υπερβολικά καλός στα μαθηματικά, γι’ αυτό πέρασες στην Εφορία, επειδή βγήκες πρώτος στο διαγωνισμό. Όμως, ντιλ γουίθ ιτ, εγώ ΔΕΝ είμαι έτσι. Δεν κοιτάω πώς θα βγάλω λεφτά. Δεν είναι το όνειρό μου να κάνω μία βαρετή γραφειακή δουλειά που θα μου δίνει 5.000 το μήνα. Νομίζεις ότι δε θα μπορούσα να περάσω Νομική, να γίνω Ειρηνοδίκης και να κάθομαι και να τα παίρνω; Ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Για ποιο λόγο όμως να καταδικάσει και να κομματιάσει τα όνειρά του με αυτόν τον τρόπο. Εγώ δε θέλω να κάνω κάτι δεδομένο στη ζωή μου. Να γίνω μία ακόμα δικηγόρος. Ούτε να είμαι στο στρατό, χωρίς να μπορώ να ντύνομαι όπως θέλω, ούτε αστυνομία. Δε θέλω τίποτα από αυτά. Εγώ θέλω να κάνω αυτό που μου αρέσει, να σπουδάσω ό,τι θέλω! Γιατί να καταλήξω με όνειρα σπασμένα; Να ακούσω δηλαδή τους τραγικούς σου φίλους που λένε ότι δε δικαιούμαι να ονειρεύομαι; Ότι θέλω θα κάνω και όπως το θέλω, γιατί δε διάβαζα εγώ 6 χρόνια σαν το βλαμμένο για να κάνω ότι θέλετε εσείς και να φοβηθώ τι θα πει ο κάθε καράβλαχος στην Άρτα που δεν ξέρει καν τι θα πει oyasumi nasai, κοροϊδεύει τις ψηλές κάλτσες και ζει σαν τον κλασσικό κάφρο Νεοέλληνα αν δεν περάσω. Duh. Get over it. It’s my moment to shine, even if I fail doing that.

Look around
Where do you belong
Don't be afraid
You're not the only one


Don't let the day go by
Don't let it end
Don't let a day go by in doubt
The answer lies within

Life is short
So learn from your mistakes
And stand behind
The choices that you make


Face each day
With both eyes open wide
And try to give
Don't keep it all inside

Don't let the day go by
Don't let it end
Don't let a day go by in doubt
The answer lies within

You've got the future on your side
You're gonna be fine now
I know whatever you decide
You're gonna shine

Don't let the day go by
Don't let it end
Don't let a day go by in doubt
You're ready to begin
Don't let a day go by in doubt
The answer lies within.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Aoi Hana

Θα ποστάρω 2-3 σελίδες, γιατί είναι τεράστιο και τη συνέχεια θα τη βάλω άλλη φορά :D



 Κεφάλαιο Πρώτο

Κρύος Νοέμβρης
Η Σέλεστ Θορν ήταν δεκαπέντε χρονών και φοιτούσε στο πέμπτο έτος στη Σχολή Χόγκουαρτς για Μαγείες και Ξόρκια. Είχε καταταχθεί στον κοιτώνα Ράβενκλοου, στον κοιτώνα των σοφών και των μορφωμένων. Η ίδια όμως πίστευε πως εκεί πήγαιναν και τα δημιουργικά άτομα, ως επί τω πλείστων.
Θυμόταν ακόμα τη μέρα της επιλογής της πεντακάθαρα. Κοντή, με τα μαλλιά της πλεγμένα σε κοτσίδες, αποχαυνωμένη από το υπέροχο κάστρο, περίμενε μαζί με την Ερέβια και τη Λαβέρνα την Επιλογή. Την Ερέβια Σταρσάιν την ήξερε από μωρό. Οι μητέρες του ήταν καλές φίλες από το Χόγκουαρτς και οι πατεράδες τους γείτονες από μικροί. Τη Λαβέρνα την είχαν γνωρίσει στο Δημοτικό των Μαγκλ. Αν και καθαρόαιμες και οι δύο, οι γονείς του επέμειναν να έχουν μία φυσιολογική παιδική ηλικία με Μαγκλ συμμαθητές. Σύντομα, έκαναν παρέα με τη Λαβέρνα Ρέγκουμ και έμαθαν πως και εκείνη είναι μάγισσα. Από τότε ήταν αχώριστες. Η Σέλεστ θυμάται ακόμα που ένας στρογγυλοπρόσωπος καθηγητής, η καθηγήτρια ΜακΓκόνακαλ των Μεταμορφώσεων και Υποδιευθύντρια φώναξε το όνομά της από μία μακριά περγαμηνή. Η Σέλεστ είχε κάτσει σε ένα άβολο μικρό σκαμνί και το Καπέλο της Επιλογής τοποθετήθηκε στο κεφάλι της. Της μίλησε λίγο για όλους τους κοιτώνες γενικά και μετά βροντοφώναξε «ΡΑΒΕΝΚΛΟΟΥ!». Η Σέλεστ είχε κάτσει στο τραπέζι των Ράβενκλοου, δίπλα στον Στέφαν Ντράγκον, με τον οποίο μίλαγε, μέχρι που η Ερέβια ήρθε δίπλα της. Προς έκπληξη όλων, η Λαβέρνα τοποθετήθηκε στο Σλίθεριν.
Και όμως, πέντε χρόνια αργότερα, είχε κρατήσει τη φιλία της και με τη Λαβέρνα και με την Ερέβια και, φυσικά, είχε γίνει φίλη με το περίεργο αγόρι που άκουγε στο όνομα Στέφαν Ντράγκον. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, με διαγωνίσματα, υψηλές βαθμολογίες, εξάσκηση στα ξόρκια μεταμορφώσεων, που ήταν σχετικά αδύναμη και γνωριμίες με παιδιά όχι μόνο από το Ράβενκλοου, αλλά και από το Σλίθεριν, χάρη στη Λαβέρνα. Γενικά, της άρεσε πολύ η ζωή στο Χόγκουαρτς. Τόσο, που από το τρίτο έτος και μετά, είχε αποφασίσει να περνάει τα Χριστούγεννα εκεί. Ήταν ένα από τα πιο μαγικά μέρη του κόσμου.
Μέχρι την φετινή χρονιά. Με το που πάτησε το πόδι της στο Χόγκουαρτς ξεκίνησαν οι εφιάλτες. Βασικά, ήταν ο ένας και μοναδικός, ολόιδιος και πάντα ολοζώντανος εφιάλτης του πύρινου Χόγκουαρτς και των αγαπημένων της ανθρώπων νεκρών. Δεν είχε βρει νόημα σε αυτό τον εφιάλτη. Είχε ελέγξει όλους τους Ονειροκρίτες της βιβλιοθήκης, είχε πάει ακόμα και στο Απαγορευμένο Τμήμα της βιβλιοθήκης μία νύχτα, αλλά όλα τα βιβλία έλεγαν το ίδιο: επικείμενος κίνδυνος. Όμως τι κίνδυνος ήταν αυτός; Και ποιος απειλούνταν; Το Χόγκουαρτς; Εκείνη και οι φίλοι της; Πραγματικά, η Σέλεστ δεν έβγαζε νόημα και έτσι απλά αποφάσισε να αφήσει το χρόνο να δείξει τι σήμαινε το όνειρο.
Η Σέλεστ πήγε πίσω στο δωμάτιο των κοριτσιών και πήγε στο μπάνιο. Λούστηκε και μετά χτένισε τα μακριά, ολόισια μαύρα μαλλιά της. Η Σέλεστ ήταν ένα αρκετά όμορφο κορίτσι. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, σαν τα φτερά του κορακιού, μακριά μέχρι τη μέση και ολόισια και είχε μεγάλα μελί μάτια με πράσινες αποχρώσεις γύρω από την κόρη, τα οποία σκούραιναν όταν ήταν αφηρημένη ή έκλαιγε. Ήταν σχετικά κοντούλα και μικροκαμωμένη για την ηλικία της, με κατάλευκο δέρμα, φακίδες και μαύρα γυαλιά που πότε τα φόραγε και πότε όχι, επειδή τα ξέχναγε από εδώ και από εκεί.
Ως χαρακτήρας, η Σέλεστ ήταν ένα άτομο πολύ διαβαστερό. Δεν ήθελε να απογοητεύσει τους γονείς της, ειδικά μάλιστα τη μητέρα της που δούλευε στο Τμήμα Μαγικού Δικαίου και ήταν πάντα η καλύτερη της τάξεώς της. Ήταν αρκετά ντροπαλή κοπέλα και έκανε δύσκολα φίλους. Τις άρεσε πολύ η μουσική και η ζωγραφική και συχνά ονειροπολούσε κατά τη διάρκεια μερικών μαθημάτων ή όταν διάβαζε. Διάβαζε πολλά εξωσχολικά βιβλία και έκανε εκδρομές τα καλοκαίρια με την Ερέβια και τη Λαβέρνα όπου πιο μαγικά και εξωτικά μπορούσαν, αρκεί να ήταν κοντά στη φύση. Ήταν γενικά αισιόδοξος άνθρωπος, σπάνια σταματούσε να κάνει κάτι. Εάν μάλιστα έβαζε κάτι στο μυαλό της, δε τη σταματούσε κανείς.
Η Σέλεστ έκατσε στο κρεβάτι της και έπιασε το ραβδί της. Μουρμούρισε: «Φώτισε!» και ένα μικρό φως εμφανίστηκε.
Πήρε στα χέρια της το βιβλίο των μεταμορφώσεων. Έπρεπε να εξασκηθεί και άλλο σε αυτό το μάθημα, ειδικά με τα ΚΔΜ να αιωρούνται απειλητικά στον ορίζοντα. Δεν είχε μεγάλο πρόβλημα, απλά μερικές φορές οι μεταμορφώσεις της δεν ήταν όπως θα έπρεπε.
Διάβασε ξανά τις οδηγίες του βιβλίου για το πώς έπρεπε να μεταμορφώσει μία βελόνα σε σπίρτο. Πήρε βαθιά αναπνοή και κλήτευσε μία από τις βελόνες που βρίσκονταν στο συρτάρι της. Η βελόνα ήρθε στο χέρι της. Ετοιμάστηκε να πει το ξόρκι ώσπου…
Όλα ήταν σκοτεινά. Η μορφή με τη σκούρα μπλε κάπα προχωρούσε στο σκοτάδι και ίσα που φαίνονταν. Μια άσπρη γάτα πετάχτηκε μπροστά στη φιγούρα, η φιγούρα την κλώτσησε και η γάτα νιαουρίζοντας πονεμένα χάθηκε στο σκοτάδι. Η μορφή σταμάτησε, ανέβηκε δύο-τρία σκαλοπάτια και χτύπησε μία πόρτα που ούτε καν φαινόταν. Η πόρτα άνοιξε
«Σε ακολούθησε κανείς;»,ρώτησε μία αντρική φωνή.
«Ποτέ δε με ακολουθούν.»,απάντησε με αλαζονεία η γυναίκα με την μπλε σκούρα κάπα. Παρ’ όλο που τη φώτιζε το αχνό φως από το εσωτερικό του σπιτιού, το πρόσωπό της δε φαινόταν εξαιτίας της κάπας.
«Πέρνα μέσα, Ορόρα.»,είπε ο άνδρας και άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα.
«Ευχαριστώ Κάσσιε. Ξέρω πως πάντα μπορώ να βασίζομαι πάνω σου.»,είπε η γυναίκα, η Ορόρα και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι έβγαλε την κουκούλα της κάπας.
Ήταν μία γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς. Δεν έμοιαζε να είναι πάνω από τριάντα πέντε. Είχε μακριά ξανθά σπαστά μαλλιά μέχρι τους ώμους και μελένια μάτια. Ο άντρας μέσα στο σπίτι ήταν συνομήλικός της, με καστανόξανθα ολόισια μαλλιά, λίγο μακριά, και γκρι μάτια τόσο ανοιχτά που έλεγες πως είναι άσπρα.
«Τι έγινε, Ορόρα;»,ρώτησε ο Κάσσιος αγχωμένος καθώς πήγαν στο σαλόνι του σπιτιού. «Το μήνυμά σου ήταν κοφτό και μου φάνηκες…τρομαγμένη.».
Φαινόταν καθαρά πως η γυναίκα αυτή δεν είχα τρομοκρατηθεί ποτέ στη ζωή της.
«Ναι. Είμαι. Η δύναμη της ανιψιάς μου φαίνεται πως έχει μεγαλώσει. Νιώθω τις δονήσεις του μυαλού της. Εξελίσσεται μέρα με τη μέρα.»,είπε η Ορόρα και έκατσε σε έναν καναπέ. Τα ξανθά της φρύδια σχεδόν είχαν ενωθεί από την ανησυχία.
«Και τι θα κάνουμε για αυτό;»ρώτησε ο Κάσσιος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι που μόλις εμφάνισε με το ραβδί του.
Η Ορόρα πήρε το ποτήρι και χαμογέλασε σατανικά. «Θα την πλησιάσουμε εκ των έσω.».
«Σέλεστ;».
Η Σέλεστ άνοιξε τα μάτια της. Ο κοιτώνας ήταν κατάφωτος, το ραβδί της και το βιβλίο μεταμορφώσεων πεσμένα στο κρεβάτι της και η Ερέβια την ταρακουνούσε.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Turn the page

Move on. It's just a chapter in the past. But don't close the book, just turn the page.


Οκ, μόλις συνειδητοποίησα πως ο τύπος που μου αρέσει ίσως να είναι ένα από τα καλύτερα, πιο γλυκά άτομα σε όλο τον κόσμο... Και δεν το λέω επειδή μου αρέσει, τζίζους, απλά επειδή όντως είναι πολύ καλό άτομο.
Χθες που βγήκαμε, πάλι λέγαμε τα κλασσικά μας καμμένα και γελάγαμε. Σε κάποια φάση όμως αυτός το πήγε στο πιο σοβαρό. Στο θέμα της ανασφάλειας. Και πιο συγκεκριμένα της δικής μου.
Ξέρει πως έχω θέμα με τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα. Είμαι πολύ ντροπαλή, δύσκολα μιλάω πρώτη, όταν είμαι σε μεγάλη παρέα νιώθω άβολα, κοκκινίζω και μιλάω λίγο, και γενικότερα δε δείχνω πολύ από αυτό που είμαι, γιατί απλά ντρέπομαι, είμαι κλειστό άτομο. Και γι'αυτό φαίνομαι βαρετή στην αρχή. Και επίσης, σπάνια λέω σε κόσμο να βγει μαζί μου, και αν κάποιος βγει μαζί μου, θα του σπάσω 100% τα νεύρα ρωτώντας τον αν περνάει καλά μαζί μου. :Ρ Σε αυτό φταίει μάλλον το ότι πληγώθηκα πολλές φορές πολύ σύντομα, οπότε έχω αυτό το όλο θέμα.
Όμως χθες....τι καλός που ήταν. Είπε ότι δε χρειάζονται τέτοια κόμπλεξ. Τέτοιες ανασφάλειες. Ότι είμαι πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, οπότε δε χρειάζεται να ανησυχώ για τέτοια. Όμως, είπε πως θα ήταν καλό να το αποβάλλω όλο αυτό. Να είμαι δηλαδή λίγο πιο ανοιχτή στους ανθρώπους, να τους εμπιστεύομαι, ώστε να βλέπουν και οι άλλοι πόσο ενδιαφέρον άτομο είμαι. Γαι παράδειγμα έφερε την Ελένη, τη φίλη μου που μας γνώρισε. Που έκανε κάτι μήνες(γύρω στους 4 υποθέτω) να με συμπαθήσει. Είχε δίκιο. Απόλυτο δίκιο.
Πρέπει να ξεχάσω όλο αυτό. Όχι, όχι. Δεν πρέπει να το ξεχάσω. One can forgive but should never forget είπε η Marjane Satrapi(για την οποία θα τα πω σε άλλη ανάρτηση), και έχει δίκιο. Πρέπει να τα κρατήσω όλα αυτά μέσα μου. Όμως, θα πρέπει να γίνει όπως σε ένα βιβλίο. Να αφήσω πίσω μου εκείνα που διάβασα. Τα διάβασα. Ανήκουν στο παρελθόν. Πρέπει όμως να κρατήσω ανοιχτό το βιβλίο μπροστά μου και να συνεχίσω να διαβάζω το παραμύθι, το οποίο δεν ξέρω αν έχει τελειωμό. Πρέπει όμως να συνεχίσω να διαβάζω...

Falls On Me
Fuel


I've seen you hanging round
This darkness where I'm bound
And this black hole I've dug for me
And silently within
With hands touching skin
The shock breaks my disease
And I can breathe


And all of your weight
All you dream
Falls on me it falls on me
And your beautiful sky
The light you bring
Falls on me it falls on me

Your faith like the pain
Draws me in again
She washes all my wounds for me
The darkness in my veins
I never could explain
And I wonder if you ever see
Will you still believe?

And all of your weight
All you dream
Falls on me it falls on me
And your beautiful sky
The light you bring
Falls on me it falls on me

Am I that strong
To carry on?
I might change your life
I might save my world
Could you save me?

And all of your weight
All you dream
Falls on me it falls on me
And your beautiful sky
The light you bring
Falls on me it falls on me

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Aoi Hana

Αoi Ηana
Ένα fan fiction σε Χαριποτερική διάσταση από εμένα

Πρόλογος
Ο Εφιάλτης

Η Σέλεστ Θορν άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τις βαριές, μπλε σκούρες κουρτίνες που έπεφταν πάνω από το κρεβάτι της. Πάλι ο εφιάλτης.
Αναστέναξε και κατέβηκε από το ψηλό κρεβάτι με το παχύ στρώμα και έβαλε προσεχτικά τις παντόφλες της. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τα υπόλοιπα κορίτσια που κοιμόντουσαν ήρεμα. Έδεσε τη ρόμπα γύρω από τη μέση της. Όσο ζεστό και αν ήταν το κάστρο, ο Νοέμβριος δεν ήταν καιρός που επέτρεπε να κυκλοφορείς με ένα αμάνικο νυχτικό. Βγήκε έξω από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε στην αίθουσα αναψυχής.
Επικρατούσε ηρεμία. Οι δείχτες του ξύλινου μεγάλου ρολογιού που στις άκρες τους είχαν κοράκια έδειχναν τέσσερις το πρωί. Το τζάκι ήταν αναμμένο, με μερικά κάρβουνα να σιγοκαίνε. Οι πολυθρόνες δίπλα στο τζάκι είχαν δύο βιβλία από τη βιβλιοθήκη πάνω τους και στα τραπεζάκια ήταν περγαμηνές. Με ένα κούνημα του ραβδιού της, η Σέλεστ τοποθέτησε τα βιβλία στα σωστά ράφια της μεγάλης βιβλιοθήκης που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. Τα λάβαρα του κοιτώνα κρέμονταν στον πέτρινο τοίχο. Το παράθυρο κοίταγε στο πάρκο του κάστρου, το οποίο ήταν ολοσκότεινο. Μόνο τα αστέρια φώτιζαν τον ουρανό.
Η Σέλεστ έκατσε σε έναν από τους καναπέδες και κοίταξε έντονα το κατάλευκο άγαλμα της ιδρύτριας του κοιτώνα που στόλιζε το χολ πριν την είσοδο στο κύριο μέρος της αίθουσας αναψυχής του Ράβενκλοου.
«Πιθανότατα εσύ δεν είχες τέτοια προβλήματα.»,μουρμούρισε στο άγαλμα της Ροβένα Ράβενκλοου.
«Όταν ξεκινάς να μιλάς σε αγάλματα μάγων πεθαμένων εδώ και χιλιετίες, είναι καλό να εξετάσεις το κεφάλι σου.».
«Στέφαν, τι κάνεις ξύπνιος;»,ρώτησε η Σέλεστ νευριασμένη.
Ο Στέφαν Ντράγκον έκατσε δίπλα της στον καναπέ και την σκέπασε με μία κουβέρτα που είχε φέρει από τον κοιτώνα του. Ήταν δεκαέξι ετών, ψηλός, αρκετά έως και απελπιστικά αδύνατος, με ίσια μαλλιά στο χρώμα του άχυρου και  μεγάλα γαλάζια μάτια.
«Σου κάνω παρέα. Έχω άγχος. Αύριο είναι ο πρώτος αγώνας στο Κουίντιτς και είναι εναντίον του Γκρίφιντορ. Ξέρεις πως έχω άγχος.»,είπε το αγόρι.
«Θα τα πας μια χαρά.»,μουρμούρισε η Σέλεστ και τυλίχτηκε σφιχτά με την κουβέρτα της. «Το Ράβενκλοου δεν είχε ποτέ ξανά τόσο καλό φύλακα.».
Ο Στέφαν χαμογέλασε. «Εσύ όμως, γιατί δεν κοιμάσαι πάλι;».
«Έχω εφιάλτες, Στέφαν.».
«Βασικά, έναν δεν έχεις;».
«Ναι. Αυτόν τον ίδιο από την αρχή του σχολικού έτους.».
«Σέλεστ… το Χόγκουαρτς είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.»,είπε ο Στέφαν και της έπιασε το χέρι.
Η Σέλεστ δεν απάντησε. Κάθε βράδυ, στα όνειρά της, έβλεπε σκοτεινές μορφές με μαύρους μανδύες και κουκούλες να έρχονται στο Χόγκουαρτς. Το βάδισμά τους απειλητικό. Και καθώς βγάζουν τα ραβδιά τους, μαύρα χέρια απλώνονται και αρπάζουν ότι πολυτιμότερο έχει. Τον Στέφαν, την κολλητή της, την Ερέβια, τους φίλους της από το Ράβενκλοου και την άλλη της κολλητή, την Λαβέρνα από το Σλίθερν και τον γάτο της, τον Λόλιετ. Και από τα ραβδιά των κουκουλοφόρων, φωτιές βγαίνουν και το Χόγκουαρτς τυλίγεται στις φλόγες. Και στο τέλος, μία πράσινη λάμψη πετά και καρφώνεται με δύναμη στο στήθος της. Και τότε πεθαίνει, βλέποντάς τα όλα χαμένα και το Χόγκουαρτς να καίγεται. Και έτσι ξυπνάει.





Θα ήθελα σχόλια για αυτό...Πώς σας φαίνεται...Αν θέλετε συνέχεια.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Friends.

Τραγουδάω. Χορεύω. Ξανατραγουδάω. Και όχι επειδή έχω ωραία φωνή. Αλλά επειδή είχατε δίκιο. Εσείς, τα 5-6 άτομα που διαβάζετε τις καταθλιπτικές κλάψες μου, είχατε δίκιο. Απόλυτο δίκιο. :)
Μιλήσαμε. Νομίζω ότι ουσιαστικά αυτό χρειάζονταν. Να μιλήσουμε. Ζήτησε συγνώμη. Και πήγα μέχρι και στα γενέθλιά του εχθές. Kαι ήταν όπως παλιά, σα να μην πέρασε μία μέρα, σα να μην έχουμε περίπου 4 μήνες να μιλήσουμε. Γελάσαμε. Και ήταν πάντα ο ίδιος καλός "ακροατής", με άκουγε και συμβούλευε. Και απλά ήταν ένα υπέροχο βράδυ.
Ήταν απλά υπέροχο να είμαι και πάλι δίπλα του. Γιατί είναι αυτό που μου είχε πει ο ίδιος. Δε θα άντεχα μία χρονιά χωρίς να του λέω γεια, χωρίς να του μιλάω, ενώ αυτό που θέλω να κάνω, είναι να του μιλάω.  Oπότε χαίρομαι που έγινε αυτό. Υπερβολικά πολύ. Είναι ίσως μία δεύτερη ευκαιρία. Και ο κόσμος σπανίζει να δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Οπότε, I guess, θα πρέπει να προσέχω αυτή την ευκαιρία, σα να είναι κάτι εύθραυστο και μοναδικό. Και είναι. Είναι κάτι το μοναδικό. :)
Και, υποθέτω, έχω παραπάνω από ένα λόγους να χαίρομαι καθώς η Ελένη μου είπε οτι είχε καταλάβει προ πολλού πως το crush μου ενδιαφερόταν για εμένα. Πράγμα που σημαίνει πως he may likes me. :blush:

Skies are crying, I am watching
Catching teardrops in my hands
Only silence, as it's ending, like we never had a chance.
Do you have to make me feel like there's nothing left of me?

You can take everything I have
You can break everything I am
Like I'm made of glass
Like I'm made of paper
Go on and try to tear me down
I will be rising from the ground
Like a skyscraper, like a skyscraper

As the smoke clears
I awaken and untangle you from me
Would it make you feel better to watch me while I bleed
All my windows still are broken but I'm standing on my feet

You can take everything I have
You can break everything I am
Like I'm made of glass
Like I'm made of paper
Go on and try to tear me down
I will be rising from the ground
Like a skyscraper, like a skyscraper

Go run run run I'm gonna stay right here
Watch you disappear yeah
Go run run run yeah it's a long way down
But I'm closer to the clouds up here

You can take everything I have
You can break everything I am
Like I'm made of glass
Like I'm made of paper
Ohh
Go on and try to tear me down
I will be rising from the ground
Like a skyscraper, like a skyscraper
Like a skyscraper, like a skyscraper
Like a skyscraper

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Black

Και τι καταφέρνεις με όλα αυτά που έχεις; Είναι απλά αναμνήσεις στοιβαγμένες μέσα σου, και σε κάνουν να πονάς τόσο μα τόσο πολύ, σα να φουσκώνει το στήθος σου, η καρδιά σου από τον πόνο και την απελπισία. Από τη δυστυχία. Που σου πήραν το πιο πολύτιμο δώρο. Ό,τι πιο όμορφο σου είχαν χαρίσει ποτέ. Εκείνο το ένα πράγμα που σε έκανε χαρούμενο. Το ένα πράγμα που κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο. Την αγάπη τους. Την πήραν πίσω. Αφού τύλιξαν την καρδιά σου με τη θέρμη της αγάπης τους, την πήραν πίσω και άφησαν στη θέση της ένα σωρό από το τίποτα, μερικά μαύρα αγκάθια ίσως που σε τρυπάνε όποτε τους βλέπεις. Και τους βλέπεις συχνά. Εγώ τους βλέπω.
Πρώτα ήταν ο Γιώργος. Είχα βγει με το Θάνο. Και ενώ είχαμε περίπου 3 μήνες ή και παραπάνω να μιλήσουμε, ήρθε. Μου είπε χρόνια πολλά.  Για τη γιορτή που δεν είχα.
Δεν
καταλαβαίνεις
πόσο
πονά;
Λες και με ξέρει λίγες μέρες. Δεν ξέρει πόσο έκλαψα όταν μου έστειλε εκείνο το e-mail, το e-mail με τον τίτλο A last goodbye, πόσο σήμαινε για εμένα αυτό, πως σκέφτηκα να κάνω κακό στον εαυτό μου επειδή με μισούσα που του κατέστρεψα τη ζωή. Και ήρθε έτσι απλά και μου μίλησε. Τα αγκάθια τύλιξαν την καρδιά μου, σαν ένα σαρκοβόρο φυτό, ή μήπως καλύερα ένα σαρκοβόρο θυλαστικό, έτοιμο να κατασπαράξει το θήραμά του, να το κάνει να χαθεί μια για πάντα στην άβυσσο, στο τίποτα.
Και με έστειλε σε ένα χειρότερο τίποτα. Με έστειλε σε ένα τίποτα με μία ελπίδα πως ίσως να θέλει να μου μιλήσιε ξανά. Με έστειλε σε ένα τίποτα όπου κόντευα να κλάψω μπροστά σε ένα άτομο που απλά ξέρει το όνομά μου. Με έστειλε σε ένα άζωο, μπεζ τίποτα, ένα τίποτα γεμάτο απελπισία.
Και σήμερα η Μυρτώ. Όχι τόσο η Μυρτώ. Το σπίτι της. Που είναι χτισμένο απέναντι στο δικό μου. Που υπήρξε το σπίτι μου για 11 χρόνια. Το σπίτι όπου ουσιαστικά μεγάλωσα. Μαζί της. Πήγα για να μοιράσω τα προσκλητήρια. Για το γάμο του μεγάλου μου αδερφού.
Μου άνοιξε ο αδερφός της. Ευτυχώς που δε μου άνοιξε αυτή. Με το που είχε πατήσει στην αυλή, η καρδιά μου σφίχτηκε και τα γακάθια ξανάκαναν την εμφάνισή τους, απειλιτικά, έτοιμα να κατασπαράξουν. Έτοιμα να καταστρέψουν. Και εκείνη...εκείνη απλά μου έριξε μία ματιά. Την πιο αδιάφορη που θα μπορούσε να μου ρίξει. Μία ματιά που ρίχνουμε σε ένα αδέσποτο ίσως, το οποίο σιχαινόμαστε. Με το οποίο αηδιάζουμε. Κι άλλα αγκάθια. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να φύγουν. Με το ζότι πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει στην οικογένειά της, στα άτομα που ήταν σαν δική μου οικογένεια και να βγάλω δύο τρεις λέξεις από το λαιμό μου. Δε φάνηκαν να το προσέχουν. Γιατί να το προσέξουν άλλωστε.
Στο σπίτι άπλωσα μηχανικά τη μπουγάδα, διάβασα μηχανικά τη μετάφραση. Δεν πίστευα ότι θα ξαναέβλεπα την πόρτα αυτού του σπιτιού να ανοίγει.
Γιατί όλα αυτά πονάνε; Και κάνουν ξανά τα αγκάθια να εμφανίζονται; Να εμφανίζονται και να ανοίγουν πληγές που εν μέρει είχε καταφέρει να επουλώσει το γέλιο του Θάνου ή η καμενιά της Ιωάννας ή οι υπέροχες συζητήσεις με την Κωνσταντίνα;
Είναι άδικο...
Γιατί
να
έχεις
μια
καρδιά;
Ποιο
το
νόημα
να
την
έχεις
αν
ραγίζει
τόσο
εύκολα;
Αν
γίνεται
τόσο
εύκολα
μαύρη;

Why?
Tell me, why?
You don't call me anymore
Don't you want me anymore?

Black
It's all black
It's the colour of my heart
It's the colour of my eyes

But I'm here
Yes I'm here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine

Late
It's too late
I am punishing myself
By admitting it's too late

Laugh
You may laugh
You can laugh at me for days
You may spit me if you want

But I'm here
I'm still here
Everybody seems to mean so much
Everybody seems to think I'm fine

Look at me
There were more to see
There were more to be proud of...

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Silent.

Ακου τη σιωπή. Άκου τη σιωπή κοριτσάκι. Το πως κυλάει το καθαρό νερό από το ρυάκι ανάμεσα στις πέτρες. Πως τα φύλλα πέφτουν απαλά στο μαλακό έδαφος. Πως φυσάει ο αέρας, σφυρίζοντας ανάμεσα στα φύλλα, στα γυμνά κλαδιά, πώς γλύφει τις επιφάνιες των πετρών που είναι καλυμένες με βρύα. Το χορτάρι αναδεύει ελαφρά στο άγγιγμα από τον αέρα. Ο ουρανός είτε είναι γεμάτος απαλά, πουπουλένια σύννεφα, είτε καθαρός. Τα σύννεφα πάντα έχουν παράξενα χρώματα. Κίτρινο και πορτοκαλί, με λίγο ροζ κατά την αυγή του ηλίου. Γκρι όταν ετοιμάζεται για να βρέξει. Κόκκινο, μωβ και έντονο πορτοκαλί στο ηλιοβασίλεμα. Λευκο κατά τη διάρκεια μίας ημέρας δίχως βροχή. Ο καθαρός ουρανός, κοριτσάκι, είναι πιο όμορφος, όμως. Ειδικά το βράδυ. Φαντάσου κοριτσάκι ένα βράδυ, δίχως πανσέληνο, δίχως φεγγάρι, δίχως σύννεφα. Φαντάσου το σκούρο μπλε της νύχτας, κεντημένο με εκατομμύριο ασημένια αστέρια να είναι δικό σου, να απλώνεται απλόχερα μπροστά σου σα μία νέα γη που περιμένει να την εξερευνείς, Φαντάσου τα βάθη αυτής της γης κοριτσάκι. Φαντάσου πόσο όμορφο είναι να κάθεσαι σε μία παραλία και να βλέπεις τα αστέρια να πέφτουν. Ή πάλι τις ημέρες, μπορείς να δεις τα σύννεφα να παίρνουν τόσο παράξενα σχήματα. Και να δεις κάθε πανέμορφο χρώμα, κάθε απόχρωση κρυμμένη εδώ και εκεί. Και μπορείς να μυρίσεις έναν ολόκληρο κόσμο. Και να περιπλανηθείς με τα φτερά της φαντασίας σου σε νέους τόπους. Σε νέα μέρη. Να τα επισκεφθείς και στην πραγματικότητα. Να τραβήξειςπράσινες ή μπλε γραμμές σε ένα χάρτη, ενώνοντας τα μέρη που έχεις επισκεφθεί, μέχρι να γεμίσεις όλο το χάρτη. Να εκτιμάς αυτή τη σιωπή κοριτσάκι. Τη σιωπή της φύσης, των ταξιδιών. Σε κάνει να σκέφτεσαι. Να μαθαίνεις τον εαυτό σου. Να προχωράς μπροστά. Να σκέφτεσαι τις μέρες και τις νύχτες. Τις νύχτες από 'δω και περα.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

remember how to put back the light in my eyes

Το έχω βαρεθεί. Το έχω απλά βαρεθεί. Σε τέτοιο βαθμό που έχω σιχαθεί τον εαυτό μου και δε θέλω καν να σκέφτομαι πως υπάρχω. Και τι που μιλάγαμε για την Ιωάννα προχθές για την αυτοκτονία; Έχει δίκιο είναι πολύ εγωιστικό. Αλλά ποιος θα νοιαστεί αν εγώ σταματήσω να υπάρχω; Κανείς προφανέστατα. Η ζωή θα συνεχιστεί, τίποτα δε θα αλλάξει.
Έχω βαρεθεί να μου λένε πως είμαι ξινή. Βασικά, αυτός είναι ο χαρακτήρας μου. η απότομη, ειρωνική, σπαστική, βλαμμένη, ξινή Μαρία, που δεν έχει φίλους και κανείς δε τη συμπαθεί. Που είναι μόνιμα το φυτό ντυμένο στα μαύρα που κάθεται μόνο του στα διαλείμματα στο σχολείο και σκιτσάρει, ενώ οι άλλοι παίζουν μπουγέλο. Που την κοροϊδεύουν για τις ενδυματολογικές της προτιμήσεις. Που είναι μόνιμα με τη μύτη κρυμμένη πίσω από ένα βιβλίο, είτε αυτό είναι σχολικό, είτε λογοτεχνικό. Που ζωγραφίζει αηδίες. Που δεν έχει δική της ζωή και ουσιαστικά ζει μέσα από τον Άντριαν Ιβάσκοφ, τη Ρόουζ Χάθαγουεϊ, το Χάρι Πότερ, τη Λένα Ντουκέιν και τη ξαδέρφη της τη Ρίντλεϊ, τον Έραγκον ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτήρα βιβλίου.
Έχω βαρεθεί να ακούω από παντού πως είμαι ένα ειρωνικό τέρας, πως η συμπεριφορά μου δεν είναι καλή και πως είμαι ψυχρή. Παντού κακά λόγια για τη Μαρία, ενώ κανείς δεν έχει κάτσει να την ακούσει ποτέ. Και, οκέι, δε με ενδιαφέρει αν μου το λέει η μαμά μου ή η αδερφή μου. Έχω συνηθίσει να πληγώνομαι από αυτές, να μου λένε πως θα είμαι μόνη μου μια ζωή. Αλλά για ποιο λόγο άγνωστα άτομα που δε με έχουν γνωρίσει καν και απλά έχουν διαβάσει ένα-δύο ποστ μου σε ένα φόρουμ με κρίνουν αρνητικά. Ξέρουν τι εστί Μαρία;
Μου αρέσει που λυπόμουν φέτος στο χωριό αυτές τις 13 μέρες που ήμουν τον Kevin. Που η μαμά του τον έσυρε από την Αμερική Ελλάδα, σε ένα κατσικοχώρι στη μέση του πουθενά και δεν ξέρει λέξη ελληνικά. Μου θύμιζε τόσο πολύ εμένα. Δεν είχε με ποιον να μιλήσει, εκτός από τη γιαγιά, τη μαμά και τον πατριό του. Αλλά χαμογελούσε. Χαμογελούσε τόσο πολύ. πόσες ήταν οι φορές που χαμογέλασα πραγματικά φέτος; Μετρημένες στα δάχτυλα ίσως. Ο Γιώργος με έκανε να χαμογελώ….αλλά… Και η Ελένη με κάνει να χαμογελώ, αλλά δεν είναι φίλη μου, δυστυχώς, είναι συμμαθήτριά μου. Και ο Θάνος δε μου μιλά. Και η Μαριάννα δεν έχει καν το κινητό μου. Και απομακρυνθήκαμε με τη Μυρτώ-δεν έμαθα καν πως βρήκε αγόρι.
Και τώρα έρχεται ο Πάνος και μου λέει ότι είμαι ψυχρή. Ότι δε με συμπαθεί σχεδόν κανείς. Η Βάσω μου λέει ότι είμαι απότομη. Η μαμά….η μαμά και τι δε λέει. Σίγουρα θα έπαιρνε άλλο παιδί αν μπορούσε. Κάποιο που να μιλά λιγότερο και να διαβάζει περισσότερο. Κάποιο λιγότερο αποτυχημένο.
«Δες το θείο Τάκη και τη θεία Ματίνα.»,μου είπε προχθές η Ιωάννα, που έκλαιγα και πήγαμε βόλτα μέχρι τα παγκάκια. «Η κόρη τους… ήταν 15. Ξύπνησε ένα πρωί σαν όλα τα παιδιά του κόσμου και το απόγευμα ήταν νεκρή. Αυτοκινητιστικό. Επειδή ένας χαμένος ανέβηκε με 90 ή παραπάνω πάνω στο πεζοδρόμιο. Δεν έφταιγε καν εκείνη. Νομίζεις ότι η ζωή τους είναι ίδια από τότε; Και εγώ σαν εσένα, έχω σκεφτεί πως δεν έχει νόημα όλο αυτό… Η ζωή. Μετά σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ εγωιστικό. Ότι θα άφηνα πίσω μου τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο, δύο…συμπαθητικά αδέρφια και κάτι εκπληκτικές φίλες. Οπότε δεν το κάνω.».
«Ναι αλλά δεν πρέπει να κάνουμε και κάτι για τον εαυτό μας;»,είχα ρωτήσει. «Βαρέθηκα να είμαι η καλή. Η καλή που κάνει όλα τα χατίρια, το βαρετό κορίτσι που δε θα κοιτάξει ποτέ κανείς. Θέλω να κάνω κάτι για μένα. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει να πειράξω τον εαυτό μου. Ξέρεις πόσες φόρες το έχω κάνει;».
Και είδε τα σημάδια, τις αχνές κατάλευκες γραμμές κατά μήκος της αριστερής αρτηρίας και με κοίταξε νευριασμένη. «Μην το ξανακάνεις. Ποτέ. Για κανέναν. Όσο και να πονάς. Τόσα άτομα σε αγαπάνε. Και θα τους έλειψες. Κάπως…πρέπει να προχωράμε.».
Να προχωράμε. Αλλά για ποιον να προχωρήσω; Για ποιον; 

i know i can’t take one more step towards you
cause all that's waiting is regret
don’t you know Ι’m not your ghost anymore
you lost the love i loved the most

i learned to live, half alive
and now you want me one more time

who do you think you are?
runnin’ ’round leaving scars
collecting a jar of hearts
tearing love apart
you’re gonna catch a cold
from the ice inside your soul
don’t come back for me
who do you think you are?

i hear you’re asking all around
if i am anywhere to be found
but i have grown too strong
to ever fall back in your arms

i've learned to live, half alive
and now you want me one more time

who do you think you are?
runnin’ ’round leaving scars
collecting a jar of hearts
and tearing love apart
you’re gonna catch a cold
from the ice inside your soul
don’t come back for me
who do you think you are?

it took so long just to feel alright
remember how to put back the light in my eyes
i wish i had missed the first time that we kissed
cause you broke all your promises
and now you’re back
you don’t get to get me back

who do you think you are?
running around leaving scars
collecting a jar of hearts
and tearing love apart
you’re gonna catch a cold
from the ice inside your soul
so don’t come back for me
don't come back at all

who do you think you are?