«Σέλεστ;».
Η Πόιζον ήταν πάνω από το θρανίο της Σέλεστ και την κοιτούσε πολύ ανήσυχα με τα κόκκινα φρύδια της ενωμένα σε μία γραμμή ανησυχίας. Πολλοί συμμαθητές της ήταν τριγύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι, ενώ μερικοί που την ήξεραν λίγο καλύτερα, ανήσυχοι. Οι δίδυμοι Σκαμάντερ ήταν ακόμα πιο ανήσυχοι από την Πόιζον. Ο Λύσανδρος είχε κάτσε δίπλα στη Σέλεστ και την κοίταγε αγχωμένος, ενώ ο Λόρκαν ήταν καθισμένος στο θρανίο. Η Σέλεστ ήταν λαχανιασμένη, σα να είχε τρέξει πολλά χιλιόμετρα σε πέντε λεπτά και ένιωθε τις παλάμες της ζεστές και υγρές από τον ιδρώτα ενώ ένιωθε μερικές τούφες από τα λιτά μαλλιά της να κολλάνε στο σβέρκο της. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως τα μάτια της όταν κοίταξε την Πόιζον ήταν γαλάζια αλλά δεν την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή.
Η έκφραση της Πόιζον από ανησυχία μετατράπηκε σε κάτι ενδιάμεσο της έκπληξης και του τρόμου. «Σέλεστ… είσαι καλά;»,τη ρώτησε η καθηγήτρια των Φίλτρων.
Η Σέλεστ ένιωσε ένα ελαφρύ πόνο στα μάτια και κατάλαβε πως έγιναν πάλι μελί. «Όχι. Κυρία Πόιζον, μπορώ να πάω στο αναρρωτήριο;»,ρώτησε η Σέλεστ.
«Ναι, Θορν. Θα έρθω μετά το μάθημα να δω πως είσαι.»,είπε η Πόιζον και έφυγε από το θρανίο της Σέλεστ. «Όλοι στα θρανία σας παιδιά. Έχουμε και ένα φίλτρο να φτιάξουμε.».
«Καλή ανάρρωση Σέλεστ.»,είπε ο Λόρκαν και η Σέλεστ, παίρνοντας βιαστικά την τσάντα της μαζί της, βγήκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την ψυχρή αίθουσα των Φίλτρων.
Δεν είχε κάνει πολλά βήματα όταν ακούμπησε στον τοίχο σχεδόν κουρασμένη και ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Δεν ήταν η απειλή που υπήρχε περίπτωση να έρθει στο Χόγκουαρτς. Ούτε το γεγονός πως υπήρχαν στο σχολείο της χρήστες ‘‘Σιωπηλής Μαγείας’’ που δεν ήξερε καν τι είναι. Στην πραγματικότητα, δεν τα ‘χε σκεφτεί καν αυτά από τη στιγμή που το όραμά της τελείωσε. Δεν την ένοιαζαν καθόλου. Το μόνο που τριγύριζε στο κεφάλι της, αυτό που την έκανε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή να τρέμει σύγκορμη και να νιώθει τη γη να κουνιέται κάτω από τα πόδια της, ήταν το ονοματεπώνυμό της. Ορόρα Ουάν. Ουάν. Ουάν. Πριν δεκάξι περίπου χρόνια η Σελέν Ουάν, είκοσι ενός χρόνων παντρεύτηκε τον Τσάρλι Θορν και κάμποσους μήνες αργότερα γεννήθηκε ένα υγιές μωρό. Η Σέλεστ Θορν.
* * *
«Μαμά; Ήρθαμε!»,ήταν οι πρώτες κουβέντες της Σέλεστ.
Είχε ανοίξει την πόρτα και η γνώριμη ελαφριά μυρωδιά από ψημένα κουλουράκια εισέβαλε στη μύτη της. Στο χολ του σπιτιού τους βρήκε τον καλόγερο με τα μπουφάν, τις ομπρέλες και τα παλτό της οικογένειας και κάποιες κινούμενες φωτογραφίες από το γάμο των γονιών της. Πίσω της ερχόταν ο Τόμας, ουσιαστική κρυμμένος μέσα σε ένα τεράστιο παλτό και τυλιγμένος με το χρυσοκόκκινο κασκόλ του Γκρίφιντορ.
«Σέλεστ!».
Σαν αστραπή, μία μικρή φιγούρα έπεσε γρήγορα πάνω της και την αγκάλιασε. Πρόλαβε να δει μία μάζα από σγουρά μαύρα μαλλιά, όταν ο Κρις έπεσε πάνω της.
«Μου έλειψες τόσο πολύ Σέλεστ!»,είπε ο Κρις.
Ο Κρις Θορν ήταν εννιά χρονών και είχε τα ίδια περίπου γκρίζα μάτια με τον Τόμας.
«Τόμας!»,συνέχισε ο Κρις ακάθεκτος και όρμισε στο μεγαλύτερο αδερφό του που μόλις είχε μπει γεμάτος νιφάδες χιονιού στο σπίτι. Τον αγκάλιασε και εκείνον και ο Τόμας του ανακάτωσε τα μαλλιά.
«Καλώς ήρθατε παιδιά.»,ακούστηκε μία γνώριμη και ελαφρώς κουρασμένη φωνή.
Η Σέλεστ γύρισε. Η Σελέν Θορν είχε τα μαύρα ίσια μαλλιά της πιασμένα κότσο και τα γκρίζα μάτια της ήταν πίσω από τα μπλε γυαλιά της. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει πάρα πολύ από το Σεπτέμβριο και γενικότερα η Σέλεστ συνειδητοποίησε πως η μητέρα της ήταν κουρασμένη.
Η Σέλεστ αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα της. Της είχε λείψει.
«Γεια μαμά. Πες μου πως δεν πας στο Υπουργείο σε αυτή την κατάσταση.»,είπε η Σέλεστ.
Η μητέρα της χαμογέλασε. Όλοι ήξεραν πως ήταν μανιακή με τη δουλειά της και δεν ήθελα να χάνει μέρα. «Όχι, άφησα κάποιον άλλον στο πόστο μου.».
«Ευχαριστώ που βοηθάτε με τις αποσκευές παιδιά.»,είπε ο πατέρας τους που μπήκε μέσα εκείνη τη στιγμή.
Στο ένα χέρι κράταγε το καλάθι με τον γάτο της Σέλεστ και το κλουβί με την κουκουβάγια του Τόμας ενώ στο άλλο κράταγε το ραβδί του, το οποίο κρατούσε υπερυψωμένα μαγικά τα μπαούλα των παιδιών. Στις καστανόξανθες μπούκλες του υπήρχαν νιφάδες χιονιού και παρότι αυτό που είπε ακούστηκε σαν παράπονο, τα μάτια του που είχαν μία ανοιχτή απόχρωση μελιού γελούσαν.
«Τσάρλι άσε τα παιδιά ήσυχα!»διαμαρτυρήθηκε η Σελέν. «Τόμας, Σέλεστ, το δείπνο είναι σχεδόν έτοιμο. Πηγαίνετε να κάνετε μπάνιο και να αλλάξετε και ελάτε για φαγητό.».
«Κρις, είναι ώρα για ύπνο γλυκέ μου.»,είπε η Σελέν.
Η οικογένεια Θορν κάθονταν στο σαλόνι του σπιτιού. Το τζάκι ήταν αναμμένο. Κάτι κάδρα ζωγραφικής κρέμονταν στους τοίχους στο χρώμα της ώχρας και κινούνταν φυσικά, όπως όλα τα μαγικά κάδρα. Η Σελέν διάβαζε ένα βιβλίο και κουνούσε αφηρημένα το ραβδί της για να κάνει δύο βελόνες πλεξίματος να κινηθούν, πλέκοντας ένα άσπρο κασκόλ. Ο Τσάρλι Θορν είχε στήσει μία παρτίδα μαγικού σκακιού με τη Σέλεστ, ενώ ο Κρις κάθονταν και άκουγε μαγεμένος τις περιπέτειες του Τόμας στο σχολείο.
«Έλα μαμά! Ακόμα δε μου είπα ο Τόμας πώς κατάφερε να ξεφύγει από τον επιστάτη την ώρα που ήταν στον απαγορευμένο όροφο με τον Τίμοθι!»,διαμαρτυρήθηκε ο Κρις.
«Κρις, ο Τόμας απλά τα φαντάζεται όλα αυτά.»,είπε η Σέλεστ με πειρακτικό τόνο. «Είναι ο μόνος Γκρίφιντορ που δεν έχει τα κότσια να αντιμετωπίσει ένα Μπόγκαρτ χωρίς τη βοήθεια της αδερφής του, θα τριγυρνά στους απαγορευμένους διαδρόμους;».
Ο Τόμας έριξε μία σκοτεινή ματιά στην αδερφή του. «Μάθε πρώτα να μεταμορφώνεις το βάζο σε πιάτο και μετά μίλα.».
Η Σέλεστ ήταν έτοιμη να απαντήσει αλλά επενέβη ο Τσάρλι. «Παιδιά, να τσακώνεστε στο Χόγκουαρτς. Κρις, η ώρα είναι δώδεκα και μισή. Ο Τόμας θα είναι εδώ και αύριο. Πήγαινε για ύπνο.».
Ο Κρις μούτρωσε. «Καλά.»,είπε και καληνύχτισε τους γονείς και τα αδέρφια του.
«Μπαμπά, μπορούμε να παίξουμε μαζί σκάκι τώρα;»,ρώτησε ο Τόμας, πιο πολύ κοιτάζοντας τη Σέλεστ, παρά τον πατέρα του. «Θέλω να μπω στη Λέσχη Μαγικού Σκακιού του Γκρίφιντορ και θέλω εξάσκηση για αυτό.».
Η Σέλεστ χαμογέλασε στον αδερφό της και σηκώθηκε από την καρέκλα για να τον αφήσει να πάρει τη θέση της, αντιμέτωπος με τον πατέρα τους. Η Σέλεστ καθώς δεν είχε κάτι να κάνει και δεν νύσταζε, πήρε ένα μπλοκ σχεδίου, μία πένα και μελάνι για να ζωγραφίσει. Έκλεισε τα μάτια και το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό ήταν το πρόσωπο μία γυναίκας. Η Ορόρα Ουάν. Άνοιξε τα μάτια και πλέον βρίσκονταν στον κόσμο της και ίσα που άκουγε το τρίξιμο της πένας που ακουμπά το λεπτό φύλλο χαρτιού ή τον ήχο από τα ξύλα που καίγονταν. Όταν τελείωσε και άφησε την πένα κάτω, τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα μελάνι. Αλλά δεν την ένοιαζε. Μπροστά της είχε ένα σκίτσο που έμοιαζε υπερβολικά πολύ με την Ορόρα Ουάν. Ευτυχώς που ήξερε να ζωγραφίζει. Η Ορόρα χαμογελούσε όπως χαμογελούσε πάντα στα οράματα της. Με αυτοπεποίθηση και ελαφριά ειρωνεία ενώ το βλέμμα της ήταν παγερό και αλαζονικό.
«Μαμά;»,ρώτησε η Σέλεστ. Η μητέρα της ήταν χαμένη στα βάθη του βιβλίου της.
«Ναι καλή μου;»,ρώτησε αφηρημένα η Σελέν.
«Άσε λίγο το βιβλίο. Σε παρακαλώ. Είναι σημαντικό.»,είπε η Σέλεστ παρακλητικά.
Η Σελέν δε μπορούσε να αγνοήσει το σοβαρό τόνο στη φωνή της κόρης της. Άλλωστε είχε δει το βλέμμα της Σέλεστ νωρίτερα. Ήταν τόσο σοβαρό, σα να είχε ωριμάσει πριν την ώρα της και φαινόταν να την απασχολεί έντονα κάτι. Άφησε το βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα της και σταμάτησε το πλέξιμο με ένα κούνημα του ραβδιού της. «Σε ακούω Σέλεστ.»,είπε η Σελέν.
Η Σέλεστ πήγε δίπλα στη μητέρα της και έκατσε στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Μαμά, ξέρεις ποια είναι αυτή;»,ρώτησε και έδειξε στη μητέρα της τη σελίδα του μπλοκ όπου βρίσκονταν η Ορόρα Ουάν.
Η Σελέν στην αρχή κοίταγε με περιέργεια τη ζωγραφιά. Κάτι της φαινόταν ιδιαίτερα γνωστό και απίστευτα οικείο. Μετά, πήρε απότομα το μπλοκ από τα χέρια της κόρης της και τα μάτια της μεγάλωσαν από την έκπληξη. Οι γραμμές του προσώπου της εικονιζόμενης γυναίκας, λίγα χρόνια μικρότερή της ήταν τόσο γνωστές. Η καρδιά της Σελέν άρχισε να χτυπά δυνατά και τότε συνειδητοποίησε τα πάντα. Ήταν σαν να έβλεπε τη γυναίκα μπροστά της. Τα μαλλιά της είχαν ένα γνώριμο ξανθό ανοιχτό χρώμα και ακούμπαγαν τους ώμους, τα μάτια της είχαν το χρώμα του μελιού, το δέρμα της ήταν κατάλευκο. Ήταν μία γυναίκα που ήταν μαζί της σχεδόν δεκαεννέα χρόνια στο σύνολο. Η Ορόρα, σκέφτηκε η Σελέν και ένιωσε ένα δάκρυ να κυλά ασυναίσθητα στο μάγουλό της.
«Έλα, Σέλεστ.»,είπε η Σελέν σχεδόν ψιθυριστά.
«Να έρθω πού;»,ρώτησε με απορία η Σέλεστ καθώς είδε τη μητέρα της να σηκώνεται από την πολυθρόνα.
«Στη σοφίτα. Έχω κάτι να σου δείξω.»,είπε η Σελέν. «Και μία ιστορία να σου πω.».
2 σχόλια:
Άλλο ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο.Μου αρέσει που επιτέλους θα μάθουμε τι συμβαίνει με αυτή την Ορόρα....
Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που γράφεις!Περιμένω το επόμενο με ανυπομονησία!
Βασικά, δεν είναι κεφάλαιο, είναι μέρος του κεφαλαίου :Ρ Το κεφάλαιο ήταν 10 σελίδες, δε μπορώ να το βάλω όλο μαζί :Ρ
Α, ναι έχει τρελές εξελίξεις το πράγμα :Ρ
Χαίρομαι που σου αρέσει :D
Δημοσίευση σχολίου