Η
ζέστη με τυλίγει ξανά και ο ήλιος καίει πάνω από το κεφάλι μου. Ψάχνουμε
απελπισμένα να βρούμε μία σκιά και ο ζεστός αέρας κάνει τα γεμάτα φύλλα κλαδιά
να θροΐζουν. Τα πουλιά ανήσυχα ανταλλάσσουν μεταξύ τους μηνύματα και ο ουρανός έχει
αυτό το παιδικό γαλάζιο χρώμα. Που και που υπάρχουν λευκά σύννεφα που μοιάζουν
με ιπτάμενο βαμβάκι και παίρνουν διάφορα σχήματα.
Το
καλό με το παραμεθόριο χωριό που επέλεξαν οι γονείς μου να χτίσουν σπίτι είναι
πως είναι γεμάτο γρασίδι, δέντρα και λουλούδια. Από 8 χρονών κυνηγούσα τις πεταλούδες.
Δέκα χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει κάτι. Είναι τόσο όμορφες έτσι όπως πετάνε
τριγύρω. Οι μέλισσες βέβαια μπορεί να σε τσιμπήσουν αν τις ενοχλήσεις έστω και
καταλάθος και από κουνούπια άλλο τίποτα. Όμως δε με νοιάζει ακόμα και αν
παραπονιέμαι που δε μένω στο κέντρο της πόλης. Εδώ είναι ήσυχα και ηλιόλουστα
και μπορώ να ξαπλώσω ένα ολόκληρο μεσημέρι στο γρασίδι και να κοιμηθώ και να δω
τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα στα κεραμίδια του σπιτιού μου και τις νύχτες,
συντροφιά με το ελαφρύ αεράκι, να μετρήσω όλα τα αστέρια του ουρανού.
Το
καλοκαίρι έφτασε. Κάθε καλοκαίρι, κάθε εποχή μου θυμίζει κάπως τα παλιά. Κυρίως
τη Μυρτώ, υποθέτω, και γεμίζω ακόμη με μία κάποια μελαγχολία.
Φέτος
όμως είναι διαφορετικά.